Στην περίπτωση της «Σονάτας του σεληνόφωτος» (1956) του Γιάννη Ρίτσου (Λεμπέση 2013), η παράλληλη ακρόαση λόγων και μουσικής είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το ποίημα, θέτοντας ενδιαφέροντα ζητήματα σε σχέση με την ακουστική εικονοποιΐα. Η ομώνυμη σονάτα για πιάνο του Beethoven λειτουργεί ως μουσική υπόκρουση που διατρέχει το μακρύ αυτόν δραματικό μονόλογο μιας ανώνυμης ηλικιωμένης γυναίκας. Στον σκηνικό χώρο του μονολόγου καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένα πιάνο που δεν έχει ηχήσει για καιρό («Όταν έχει φεγγάρι [...] / ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου / λησμονημένα λόγια [...] Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις») και μαθαίνουμε ότι η γυναίκα είχε σπουδάσει στα νιάτα της μουσική («Και τώρα θυμήθηκα / πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο [...] κ’ οι δικοί μου στήριζαν / μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο»). Στο τέλος, στις σημειώσεις που κλείνουν το ποίημα θα πληροφορηθούμε (ανάμεσα σε άλλα):
([...] Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. [...] Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει:)
Το ποίημα κλείνει με τρία μέτρα από τη μουσική παρτιτούρα, στην πραγματικότητα τα μέτρα αρ. 30-32, που βρίσκονται στη μέση του αργού αλλά σχετικά σύντομου (τουλάχιστον σε σχέση με τη διάρκεια του ποιήματος του Ρίτσου) πρώτου μέρους της σονάτας του Beethoven.