Ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας ποιητής με ιδιαίτερη σύνδεση με τη ζωγραφική, θα γράψει στα δοκίμιά του για τη τέχνη του χρόνου, όπως χαρακτήριζε ο Igor Stravinsky τη μουσική: «Κάθε μεγάλη μουσική, στο βάθος, είναι μια καταφρόνεση του θανάτου» (Ελύτης 1992, 256· Ηλιοπούλου 2014, 221). Στο μνημειώδες Άξιον εστί του (1960), ο τίτλος αναφέρεται στην ομώνυμη εικόνα της Παναγίας στο Άγιον Όρος, αλλά και στον ομώνυμο Θεομητορικό Ύμνο και στο δεύτερο μέρος (στάση) από τον Επιτάφιο Θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής (Ἄξιόν ἐστι), ενώ η μελοποίηση από τον Μίκη Θεοδωράκη αποτέλεσε σταθμό για την ίδια την έννοια της «ελληνικής» μουσικής. Και ας θυμηθούμε ακόμα το Μικρό ναυτίλο του (1985) και τα αγαπημένα μουσικά έργα που βάζει στον «Ταξιδιωτικό σάκο» του (κάτω από τη σαπφική φράση Ὄττω τις ἔραται (στη μετάφραση του Ελύτη «κείνο που πιο πολύ αγαπά ο καθένας»· 1984, 86): βυζαντινή υμνογραφία και μουσική, τη Νεκρώσιμο Ακολουθία και το τρίτο μέρος (στάση) από τον Επιτάφιο Θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής Ὦ γλυκύ μου ἔαρ (Αἱ γενεαὶ πᾶσαι)· ευρωπαϊκή προκλασική και κλασική μουσική: έργα των συνθετών Vivaldi, Bach, Haydn, Mozart (στον τελευταίο ο Ελύτης θα αφιερώσει, επίσης, το ποίημα «Mozart: Romance από το κοντσέρτο για πιάνο αρ. 20, KV 466», από τα Ετεροθαλή, καθώς και δοκιμιακές σελίδες) και Beethoven· και τραγούδια των Θεοδωράκη (ανάμεσά τους, «Το Δοξαστικόν» από το Άξιον εστί), Χατζιδάκι και Moustaki, αλλά και το γαλλικό «Monsieur Cannibale», ένα cha-cha-cha των Gustin/Tézé.