Οι έλληνες ποιητές δεν θα μείνουν ανεπηρέαστοι από τη «μουσική ποιητική» των ξένων συναδέλφων τους. Η προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια «γνήσια ελληνική» ποίηση, η οποία θα έβρισκε μια θέση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή, έθετε το ζήτημα της ελληνικής παράδοσης, μουσικής και ποιητικής, με ιδιαίτερη έμφαση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι φιλοδοξίες της επονομαζόμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», που έκανε την εμφάνισή της γύρω στα 1880, συνδέθηκαν με την εικόνα του ποιητή-βάρδου. Τα ποιήματα συχνά χαρακτηρίζονταν ως «τραγούδια», με στόχο «να συνδηλωθούν ταυτόχρονα ο λυρισμός, η σχέση της ποίησης με το δημοτικό τραγούδι και οι μουσικές-συμβολιστικές προθέσεις της. Τελικά, για να δημιουργηθούν οι όροι μιας νέας νομιμότητας» (Μουλλάς 1993, 98).
Οι όροι αυτής της νέας νομιμότητας περιείχαν ασφαλώς αντιφάσεις που συναγωνίζονταν εκείνες του βαγκνερικού οράματος του Mallarmé και συνδέονταν με το ίδιο το ερώτημα της ελληνικής «σοβαρής» μουσικής παράδοσης σε σχέση με τη δυτική «κλασική μουσική». Το έργο του Κωστή Παλαμά, της ηγετικής ποιητικής μορφής της Σχολής, συμπυκνώνει και ταυτόχρονα προσπαθεί να συγκεράσει αυτές τις αντιφάσεις (Ταμπακάκη 2010). Στην ποίησή του βρίσκουμε από τη χαμηλών τόνων «Φοινικιά» έως την επική Φλογέρα του Βασιλιά, ενώ στα θεωρητικά κείμενά του η ποίηση ορίζεται ως «ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι» (Παλαμάς χ.χ., Η΄ 171 & Ι΄ 565-567· Γαραντούδης 2005). Στα 1925, όταν ξέσπασε στη Γαλλία η συζήτηση γύρω από την «καθαρή ποίηση», ο Παλαμάς έγραψε το κείμενο «Λογική και μουσική στην ποίηση». Εκεί τόνισε ότι «την υπεροχή της η ποίηση τη βασίζει στο ότι είναι από όλες τις τέχνες η διανοητικότερη» (Παλαμάς χ.χ., ΙΒ΄ 479· για τη σχέση Κωστή Παλαμά και Μανώλη Καλομοίρη βλ. Σιώψη 2003).