Στην ποίηση του 20ού αιώνα το άκουσμα της μουσικής στο γραμμόφωνο συχνά αντιδιαστέλλεται προς το άκουσμα ζωντανής μουσικής και συχνά παρουσιάζεται ως σύμβολο φθοράς μέσα στη σύγχρονη πόλη. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι το απόσπασμα από την Έρημη χώρα του Eliot, όπου η ηχητική εικονοποιΐα περιλαμβάνει διάφορους ήχους, κλειστών και ανοιχτών χώρων, και διαφορετικών εποχών.
[Στ. 220-225] Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή του ανθρώπου περιμένει Σαν το ταξί που σφυρίζει περιμένοντας, Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας ανάμεσα σε δυό ζωές, Γέροντας με γυναικείο στήθος ρυτιδωμένο, μπορώ να ιδώ, Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που μάχεται Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι από το πέλαγο, Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού· μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από κονσέρβες.
[Στ. 231-232] Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει, Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας
[Στ. 237-242] Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει. Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως· Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση· Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση, Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
[Στ. 247-263] Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί, Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή... Εκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά, Πως ο εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις· Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά: «Λοιπόν έγινε ό,τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει». Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω-κάτω, Μ’ αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο.
«Σύρθηκε προς εμένα πάνω στα νερά τούτη η μουσική» Και στο μάκρος του Στρανδ ώς το Κουήν Βικτώρια Στρητ. Ω Πολιτεία πολιτεία, μπορώ κάποτε κι ακούω Πίσω από ένα μπαρ στο Λόουερ Ταιμς Στρητ Το απαλό γκρίνιασμα ενός μαντολίνου Και τη βουή και τους θορύβους εκεί μέσα Που τεμπελεύουν οι ψαράδες το μεσημέρι: […]
Θ.Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα και άλλα ποιήματα, εισαγ.-σχόλια-μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Ίκαρος, Αθήνα 1973, σ. 93-95.