Κοινό σημείο των ανθολογούμενων ποιημάτων είναι η μυθική Τροία, που αποκτά συμβολικές διαστάσεις σε ένα συγχρονικό πλαίσιο.
Μετά την Τροία
Κλειστές οι πόρτες πια στη γενναιοδωρία των άστρων. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει. Στο μικρό υπνοδωμάτιο μια κούκλα σπασμένη. Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει στο σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. Κανένας δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο, το κούφιο, το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες· δεν ξεγελάει ούτε εχθρούς ούτε φίλους. Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη· θα τα ’χε φάει ο σκόρος. Τί ωραία που το ’πε εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα «ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό» και σώπασε για πάντα.
Καρλόβασι, 12.VII.1987
Γιάννης Ρίτσος, Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, Κέδρος, Αθήνα 1991, σ. 44.
Τροία
Καθώς κοιτώ την Τροία και ο χρόνος με σπρώχνει να περάσω στην Ασία και τις πατρίδες που καλούν να προσκυνήσω, τρέμω μήπως του Πρωτεσίλαου η μοίρα με περιμένει και το πόδι μου πατώντας στην άλλη την ακτή με βρει το τέλος φαρμακερό.
Όμως καθώς έξω απ’ τα τείχη την ανάσα του Έκτορα γρικώ που λαχανιάζει τρέχοντας να γλιτώσει απ’ το δόρυ του μανιασμένου Αχιλλέα, η καρδιά μου έξι φορές το γύρο κάνει και το θρήνο σέρνει με την πολύπαθη Εκάβη.
Κι ο πόθος κι η λαχτάρα να πατήσω το χώμα των προγόνων μου το φόβο νίκησε και τραβώντας απ’ τα βάθη των γέρικων αιώνων ζωντανή τη μνήμη —όπως απ’ το δισάκι του σποριάς το σπόρο—, την άπλωσα μ’ ευλάβεια πατώντας τα χώματα που πάντα με καλούσαν.
Νίκος Γρηγοριάδης, Μαύρες ακτές, Κώδικας, Αθήνα 1994, σ. 18.
Η πτώση της Τροίας
Από μια γάτα που ’σκισε στα δυο τη νύχτα προσπαθούσα να δημιουργήσω ένα μυστήριο. Βούλιαξα όμως στις νυχτερινές μου διηγήσεις, γιατί έρχονται ώρες που δεν έχεις άλλον τρόπο να υπάρχεις.
Άλλοτε πάλι χάνομαι μέσα στις καταιγίδες μιας φανταστικής αγάπης, με φιλιά φωτιάς κι άγρια λόγια σαν αποτρόπαια εγκλήματα που βγαίνουν από τα έγκατα της ιστορίας.
Θέλω να με πιστέψετε, χρόνια τώρα γυρεύω ένα μυστικό, κάτι σαν έκπληξη που θ’ αλλάξει τη ζωή μας. Όπως κι εσείς, ερωτευμένοι με το απροσδόκητο, νιώθετε τόσο ανάλαφροι καμιά φορά που φοβάστε μήπως σας σηκώσει ένα μαϊστράλι.
Υπάρχουν τέτοιες στιγμές που ανθίζει το απρόοπτο, όπως στην τελευταία σελίδα ενός μυθιστορήματος, όταν η ηρωίδα, αντί να αυτοκτονήσει, μετανοεί και κλείνεται σε μοναστήρι ή παίρνει την απόφαση της λησμονιάς ή γίνεται μια πορεία χαμένη μες στη νύχτα.
Το ξέρω, είναι δύσκολη η απόφαση της λησμονιάς, όμως ας λείπουν οι μεγάλες παρεκβάσεις κι ας γυρίσουμε ξανά στην αρχική μας ιστορία, τη νύχτα που αφήσαμε την Τροία μέσα σε φλόγες και καπνούς, τις οιμωγές των πληγωμένων
— κι ωστόσο, ό,τι αφήναμε πίσω μας ωχριούσε μπροστά σ’ αυτά που μας περίμεναν.
Σπύρος Τσακνιάς, Χαμηλό βαρομετρικό, Στιγμή, Αθήνα 1987 [= Σπύρος Τσακνιάς, Τα ποιήματα (1952-1992), Στιγμή, Αθήνα 2000, σ. 275-276].