Στις αρχές του 20ού αιώνα οι νεότεροι νεοέλληνες ποιητές αρχίζουν να χρησιμοποιούν τον μύθο με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν, γεγονός που σχετίζεται με την τομή που σημειώνεται στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του 1930 και με το πέρασμα της νεοελληνικής ποίησης από την παράδοση στον μοντερνισμό. Γενικά, συνοψίζοντας τις διαφορές αναφορικά με τη χρήση και τη λειτουργία του μύθου στη νεοελληνική ποίηση, μπορούμε να πούμε ότι, ενώ στην παραδοσιακή ποίηση «ο μύθος χρησίμευε κυρίως σαν ένας τρόπος παρομοίωσης του παρόντος με το παρελθόν», στους νεότερους ποιητές «είναι ένα είδος μεταφοράς, που δίνει την αίσθηση ενός καίριου συνταυτισμού του παρόντος με το παρελθόν. [...] Στους παλαιότερους ποιητές ο μύθος αναπτύσσεται με αφηγηματική συνέπεια, καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ποιήματος, είναι το ίδιο το περιεχόμενο του ποιήματος· στους ποιητές της μυθικής μεθόδου η παρουσία του είναι διακριτική, υπαινικτική, και συνδυάζεται συχνά με αναχρονισμούς και με ιστορικά στοιχεία» (Βαγενάς 1994, 61). Ακόμη και όταν η χρήση του μύθου είναι εκτεταμένη, όπως στην ιδιάζουσα περίπτωση του Κ.Π. Καβάφη, αυτή χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και ένταση, γεγονός που δεν ισχύει στους ποιητές της παραδοσιακής ποίησης.
Με βάση το πλαίσιο αυτό, παρατηρούμε ότι σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι ποιητές χρησιμοποιούν με παραδοσιακό τρόπο τον μύθο, με εξαίρεση την περίπτωση του Κ.Π. Καβάφη, που αναδεικνύεται πρωτοπόρος ως προς τη μυθική/ιστορική του μέθοδο. Γενικά, ο ελληνικός ρομαντισμός δεν επιδεικνύει ανάλογο ενδιαφέρον με τον ευρωπαϊκό αναφορικά με την ποιητική χρήση μυθικών στοιχείων (Δεσποτίδης 2008, 1518). Στο έργο του Διονύσιου Σολωμού «είναι καταφανής η απουσία [...] αναφορών σε ομηρικό, ή και σε άλλον, αρχαίο μύθο» (Ricks 1993, 49), ενώ στις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου οι μυθολογικές αναφορές συνδυάζονται με το ρομαντικό πάθος ενός φιλόπατρι. Κάτω από την επίδραση του «ρωμαντικού κλασικισμού» , η ποιητική χρήση του μύθου προβάλλει ως εθνική αναγκαιότητα, καθώς με τον τρόπο αυτόν πριμοδοτείται η σύγκριση ανάμεσα στο αρχαίο ένδοξο παρελθόν και στη σύγχρονη πραγματικότητα μιας Ελλάδας που αγωνιζόταν να αξιωθεί και αυτή τη δόξα των προγόνων της (Vitti 2003, 188). Μάλιστα, ο αρχαιοελληνικός μύθος αξιοποιείται περισσότερο εντατικά από τα μέσα του 19ου αιώνα (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Σπυρίδωνας Βασιλειάδης), πάντα χωρίς αναχρονισμούς, με σαφή τα όρια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
Η νέα ποιητική γενιά του 1880, με πρωταγωνιστή τον Κωστή Παλαμά, δέχεται τις επιδράσεις του γαλλικού παρνασσισμού και συμβολισμού, και συνεχίζει, παρά τη ρήξη της με τον ρομαντικό κλασικισμό, να αντλεί την έμπνευσή της από τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις οι μύθοι δεν έχουν πια μόνο διακοσμητικό ρόλο ή την αποδεικτική αξία της συνέχειας του ελληνισμού, αλλά αποτελούν δομικό στοιχείο του ποιήματος και συνδέονται με το προσωπικό όραμα των ποιητών, καθώς και με το εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Κάτω από το πρίσμα αυτό, ο Κωστής Παλαμάς αξιοποιεί την αλληγορική λειτουργία του μύθου και επιχειρεί τη μυθοποίηση της ίδιας της ποιητικής δημιουργίας (Δεσποτίδης 2008, 1518).
Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός χρησιμοποίησαν τον αρχαιοελληνικό μύθο προκειμένου να τον μεταπλάσουν σε φορέα της δικής τους μυθοπλασίας και να διαμορφώσουν τον δικό τους «προσωπικό» μύθο του εκλεκτού πνευματικού ηγέτη. Ο μύθος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοσμοθεωρίας τους, με έκδηλες τις νιτσεϊκές επιδράσεις. Από την άλλη, ο Κώστας Βάρναλης, με γνώμονα την αριστερή του ιδεολογία, απομυθοποιεί αρχαίους και χριστιανικούς μύθους και δημιουργεί τη δική του αντιμυθολογία κυνηγώντας, όπως και οι δύο προηγούμενοι, τη χίμαιρα ενός πνευματικού «μεσσία» (Vitti 2003, 347).