Οι πολλαπλοί αντικατοπτρισμοί του ειδώλου του Οδυσσέα στο κάτοπτρο της νεοελληνικής ποίησης μπορούν να κατηγοριοποιηθούν με βάση το δίπολο «παράδοση-μοντερνισμός», καθώς σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι η παραδοσιακή ποίηση αναπαράγει το ομηρικό πρότυπο του Οδυσσέα και το μοτίβο «νόστος-αναμονή», ενώ η μοντερνιστική το υπονομεύει ή και το ανατρέπει.
Ειδικότερα, η μορφή του Οδυσσέα απουσιάζει από την ποιητική παραγωγή του ελληνικού ρομαντισμού, ενώ στο πλαίσιο της Αθηναϊκής Σχολής, ο Οδυσσέας φαίνεται να παραγκωνίζεται από τον Αχιλλέα. Στους παρνασσικούς ποιητές η μορφή του είναι οικεία θεματικά, χωρίς να παρατηρούμε απομάκρυνση από το ομηρικό του πρότυπο. Χαρακτηριστικά, στον Κωστή Παλαμά («Ραψωδία» , «Πηνελόπη» ) ο Οδυσσέας εμφανίζεται με τα τυπικά γνωρίσματα του μυθικού ήρωα που επιθυμεί τον νόστο, ενώ στον Αλαφροΐσκιωτο ο Άγγελος Σικελιανός οικειοποιείται από τον Οδυσσέα το στοιχείο της δράσης προκειμένου να διαμορφώσει μια ποίηση της δράσης (Ricks 1993, 98). Στον Κ.Π. Καβάφη παρατηρούνται τα πρώιμα σημάδια της αλλαγής στον τρόπο χειρισμού του οδυσσειακού μύθου, που γίνεται πια με προκλητικό τρόπο. Ειδικότερα, στην καβαφική ποίηση αντιστρέφεται η ομηρική εκδοχή της δεύτερης αποδημίας του Οδυσσέα («Δευτέρα Οδύσσεια» , 1894), και ο μυθικός ήρωας γίνεται το σύμβολο του ανθρώπου που στόχος του είναι όχι ο νόστος, αλλά η αδιάλειπτη αναζήτηση της γνώσης και των εμπειριών («Ιθάκη» , 1911).
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο μύθος του Οδυσσέα συνδέεται με μια νέα λογοτεχνική χρήση του μύθου, που φέρει τη σφραγίδα της «μυθικής μεθόδου» του T.S. Eliot, καθώς και με την εμφάνιση του μοντερνισμού. Στην Ελλάδα η σύνδεση αυτή πραγματοποιείται από την ποίηση της γενιάς του ’30, στην οποία ο μυθικός ήρωας κυκλοφορεί με «το ήθος και την πείρα του πολύπαθου και σοφού ναυτικού» (Μαρωνίτης 1980, 77), ως φιλέταιρος και ευσεβής ηγέτης. Στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη ο Οδυσσέας είναι ένα σύμβολο του οποίου τα τυπικά χαρακτηριστικά μεταβάλλονται «σύμφωνα με το πέρασμα του χρόνου και τις διαφορετικές συνθήκες του κόσμου μας» (Σεφέρης 1974, 32). Έτσι, ο προπολεμικός σεφερικός Οδυσσέας («Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» , 1940) είναι ένας «ανθρώπινος» Οδυσσέας, σύντροφος και αρχηγός μαζί (Μαρωνίτης 1989, 56), «σύμβολο της αναζήτησης ενός δρόμου ζωής», ενώ ο μεταπολεμικός Οδυσσέας (Κίχλη , 1947) απομακρύνεται από τον προπολεμικό, αφού «είναι έμπλεος πείρας και βιώνει με τη μνήμη» (Νικολάου 1992, 86).
Την ίδια εποχή, στο πλαίσιο του υπερρεαλισμού, παρατηρούμε σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με το ομηρικό πρότυπο, καθώς ο ήρωας υποβάλλεται σε παράδοξους και ειρωνικούς εκσυγχρονισμούς. Σε ποιητές όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος («Οδυσσεύς Λαερτιάδης» , 1948) «οι μεταμφιέσεις και οι παραμορφώσεις του Οδυσσέα προβάλλουν ένα “παράξενο πρόσωπο”, τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν αναγνωρίζουμε αμέσως […]» (Νικολουδάκη-Σουρή 2000, 94). Αντιηρωικές παραμορφώσεις του μυθικού προσώπου του Οδυσσέα παρατηρούνται στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (Μαρτυρίες Β΄, «Η εκλογή» ). Ιδιαίτερα στις Επαναλήψεις («Η απόγνωση της Πηνελόπης» , «Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα» ), στο πλαίσιο μιας αριστερής ποίησης, επιχειρείται μια ετερόσημη σε σχέση με το ομηρικό πρότυπο πραγμάτευση του μύθου για την καταγγελία του αντιπάλου και για την κριτική στους οικείους (Προκοπάκη 1980, 60).
Μεταπολεμικά, σε ένα μετατραυματικό ιστορικό πλαίσιο, δεν λείπουν οι ειρωνικές και υπονομευτικές ματιές στον Οδυσσέα. Γενικά, το πρόσωπο του ήρωα προβάλλεται μέσα σε ένα τοπίο θανάτου (Τάκης Σινόπουλος, «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι» ), καθώς οι μεταπολεμικοί ποιητές αποποιούνται τις πολεμικές του δόξες και τον επανατοποθετούν στη δική τους Νέκυια (Δημήτρης Παπαδίτσας, Θανάσης Κωσταβάρας). Το πρόσωπο του ήρωα συνδέεται με μια γενικότερη απαισιοδοξία, που φτάνει ώς την απομυθοποίησή του (Σταύρος Βαβούρης, «Ημέρες του βασιλιά Οδυσσέα Λαερτιάδη»· Τίτος Πατρίκιος, «Τεχνάσματα του Οδυσσέα» ).
Μετά το 1960 οι ανατρεπτικές εκδοχές του οδυσσειακού μύθου πληθαίνουν και σχετίζονται με την ακύρωση του νόστου ή την υπονόμευσή του ως υπέρτατης αξίας. Η άρνηση επιστροφής του μυθικού ήρωα στην Ιθάκη σχετίζεται με τη ρήξη που επιθυμεί να εκδηλώσει η δεκαετία του 1960 προς τη συμβατικότητα του παρελθόντος (Καστρινάκη 2003, 235). Γενικά, την τελευταία πεντηκονταετία μπορούμε να σταχυολογήσουμε πλήθος από ευρηματικές χρήσεις του οδυσσειακού μύθου, που υπονομεύουν ή ανατρέπουν το ομηρικό πρότυπο. Έτσι, ο Οδυσσέας απαρνείται τις αξίες μιας φτωχής Ιθάκης (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ιθάκη» ), γίνεται το σύμβολο της χίπικης νεολαίας που παρωδείται (Νίκος Καββαδίας, «Παιδεία» ), γίνεται η αφορμή για φιλολογικό διάλογο (Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα»), δολοφονείται από τους μνηστήρες με πρωτοβουλία της Πηνελόπης (Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Πηνελόπη Οδυσσέως» ), αποκτά μια κόρη (Ζωή Σαμαρά, «Η κόρη του Οδυσσέα»), γίνεται ένας από τους μνηστήρες που διεκδικούν την Πηνελόπη (Γιώργος Χουλιάρας, «Ο Οδυσσέας στο σπίτι» ).