Η «μυθική μέθοδος» είναι μια αναγνωρίσιμη μέθοδος στο ποιητικό έργο των Κ.Π. Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου. Η χρήση της όμως δεν γίνεται με ενιαίο τρόπο από τους τρεις ποιητές. Πιο συγκεκριμένα, ο Κ.Π. Καβάφης εγκαινιάζει έναν δικό του τρόπο «χειρισμού» του μύθου, που τον διακρίνει σε σχέση με τους υπόλοιπους μοντερνιστές (Βαγενάς 2003). Χαρακτηριστικά, ο Γιώργος Σεφέρης στη διάλεξή του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» (17 Δεκεμβρίου 1946) τονίζει ότι τη «μυθική μέθοδο» του Έλιοτ «την εφαρμόζει συστηματικά ο Καβάφης πολύ πριν φανεί ο Οδυσσέας του Τζόυς, και, παράλληλα, και πρωτύτερα από τον Γέητς» (Σεφέρης 1974, 340). Η προσήλωση του Κ.Π. Καβάφη στον μύθο είναι χαρακτηριστικό της πρώιμης συμβολιστικής περιόδου της ποίησής του, και η προσέγγισή του γίνεται μέσω της «αναγνωστικής μεθόδου», μέσω δηλαδή της ανάγνωσης πηγών που προέρχονται από την αρχαϊκή επική ποίηση και την αττική τραγωδία, και κυρίως από τον Όμηρο και τον Αισχύλο (Μαρωνίτης 2007, 41-42). Η ανάπτυξη του μυθικού υλικού στα ποιήματά του δεν γίνεται με τρόπο αποσπασματικό ή υπαινικτικό, αλλά καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ποιήματος, ενώ η παραμόρφωση σε σχέση με το αρχαιοελληνικό πρότυπο γίνεται ενίοτε προκλητική, με ενδεικτική την περίπτωση της «Ιθάκης» .
Στο έργο του Γιώργου Σεφέρη η «μυθική μέθοδος» προβάλλει ως μια αναγκαιότητα. Και αυτό γιατί μέσω της μεθόδου αυτής «επιχειρεί να προσδώσει μια ενότητα, έστω πλασματική, σε έναν κόσμο από τον οποίο η ενότητα απουσίαζε» (Δρακόπουλος 2011, 53). Το Μυθιστόρημα αποτελεί ένα έργο-σταθμό αναφορικά με τη χρήση της μυθικής μεθόδου, καθώς σημειώνεται μια καίρια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο Σεφέρης την ελληνική αρχαιότητα. Εκεί για πρώτη φορά ο ποιητής «επιχειρεί [...] να χειριστεί έναν αδιάκοπο παραλληλισμό ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και την αρχαιότητα», με τρόπο που εξελίσσεται στο κατοπινό του έργο (Keeley 1987, 121-126), «μυθοποιώντας [...] επίκαιρες ιστορικές εμπειρίες, και δίνοντας στα μυθολογικά του πρότυπα διάσταση ιστορίας» (Μαρωνίτης 1986, 40). Παρά τις διαφορετικές θέσεις των μελετητών αναφορικά με την έκταση της μυθικής μεθόδου στο σεφερικό έργο (Βαγενάς 1991, 154), όλοι συνηγορούν στο ότι ο Γιώργος Σεφέρης δεν αντιγράφει πιστά το νόημα και τη λειτουργία των αρχαιολογικών του δανείων, αλλά και «δεν ακολουθεί τη γνωστή καβαφική πρόκληση» (Μαρωνίτης 1992, 68). Ακολουθεί τη μέση οδό και προτιμά τη μέθοδο της παρασημίας, με την έννοια ότι, αποφεύγοντας την πιστή μεταφορά αλλά και την αντιστροφή του νοήματος και της λειτουργίας του αρχαιοελληνικού προτύπου, προσθέτει ή αφαιρεί κάποια στοιχεία, προκειμένου να αποδώσει το νόημα που επιθυμεί. Στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ (1955) οικειοποιείται την «αναγνωστική» μέθοδο του Κ.Π. Καβάφη, καθώς οι υπαινιγμοί που αφορούν στον αρχαίο κόσμο γίνονται μέσω συγκεκριμένων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Ο Γιάννης Ρίτσος χρησιμοποιεί ευρέως τη «μυθική μέθοδο», ιδιαίτερα στους μονολόγους της Τέταρτης διάστασης, ακολουθώντας κυρίως τον καβαφικό τρόπο και συνθέτοντας ποιήματα που αποτελούν «δείγματα ιδιόμορφα πολυσυλλεκτικού πρισματικού μοντερνισμού» (Δάλλας 2008, 62). Παρεκκλίνει από τη σεφερική «μυθική μέθοδο» που χρησιμοποιεί τον έμμεσο λόγο, καθώς, μέσω της μυθολογικής περσόνας που υιοθετεί, μιλά με άμεσο τρόπο, «σαν να καταθέτει ως μάρτυρας σε λαϊκό δικαστήριο» (Πιερής 2009, 83-84). Στο έργο του, «ο αρχαίος μύθος, που διαποτίζει όλη την έκταση του ποιήματος, χρησιμοποιείται ελεύθερα, δίχως την έγνοια να τηρηθούν κατά γράμμα οι αντιστοιχίες» (Vitti 2003, 469). Γενικά, ο ποιητής αντιστρέφει το βάρος του μύθου δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στον αντιήρωα ή στο παραμερισμένο πρόσωπο. Με τον τρόπο αυτόν παρουσιάζει με ήπια χαμηλή φωνή τις συμφορές και τους αγώνες της φυλής του, αλλά και προσδίδει οικουμενική διάσταση στην ποίησή του, πετυχαίνοντας «ένα γεφύρωμα ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, ανάμεσα στη ζωή και τ’ όνειρο, πάνω από κάθε δυσκολία και κάθε προσωπικό δράμα» (Ζερβού 2010).