Η γενιά του 1930, με εξέχοντα τον Γιώργο Σεφέρη, στο πλαίσιο του μοντερνισμού, «χειρίστηκε» τον μύθο με τρόπο που φανέρωνε τη σαφή της πρόθεση να απεμπλακεί από την παράδοση της παλαιάς γενιάς. Ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, αξιοποίησαν σε νέες ποιητικές φόρμες την ελιοτική «μυθική μέθοδο», προκειμένου να διαμορφώσουν μια νέα βαθύτερη συνείδηση του ελληνισμού και να εκφράσουν την προσωπική τους πολιτική και ποιητική ηθική. Τον μύθο χρησιμοποιεί ως υπόβαθρο στην ποίησή του και ο Γιάννης Ρίτσος, προκειμένου να διοχετεύσει τα προσωπικά του βιώματα, αλλά και να αναδείξει σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα (Προκοπάκη 1980, 5-8) δίνοντας καθολικό σχήμα στην ατομική του εμπειρία (Ζερβού 2010, 192).
Αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο ο μύθος χρησιμοποιείται για να εκφράσει την τραυματική μετεμφυλιακή εμπειρία και το εφιαλτικό κενό της (Τάκης Σινόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης), ή για να δείξει τον δρόμο προς μια νέα τάξη πραγμάτων που ευαγγελίζεται την αναγέννηση (Τ.Κ. Παπατσώνης, Γιώργος Σεφέρης) (Beaton 1996, 242-244). Γενικά, παρατηρούμε μια συστηματικότερη χρήση του μύθου από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς σε σχέση με τις επόμενες ποιητικές γενιές, καθώς τα μυθικά προσωπεία γίνονται ο κατάλληλος φορέας της εμπειρίας τους, ιδιωτικής ή ιστορικής.
Κάνοντας μια γενική αποτίμηση, παρατηρούμε ότι ο μύθος έχει πολλαπλές λειτουργίες το διάστημα 1950-2000, στο πλαίσιο μιας ποίησης που δηλώνει ξεκάθαρα την απόστασή της από ποιητικούς μηχανισμούς που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Ειδικότερα, το μέσο του μύθου χρησιμοποιείται για να εκφραστεί η τραυματική εμπειρία της βίωσης των πολιτικών γεγονότων του διαστήματος 1946-1974 (Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος), καθώς και της κυπριακής τραγωδίας (Κυριάκος Χαραλαμπίδης). Επίσης, ο μύθος είτε «επενδύει» τις αναζητήσεις υπαρξιακών ποιητών (Ζωή Καρέλλη, Γιώργος Γεραλής, Δημήτρης Παπαδίτσας), είτε αποκτά υπερρεαλιστικές εκφάνσεις και γίνεται το υπόβαθρο της κριτικής στη σύγχρονη αλλοτριωτική κατάσταση του ανθρώπου (Έκτωρ Κακναβάτος, Νάνος Βαλαωρίτης), είτε, τέλος, εκφράζει την παθητική βίωση των γεγονότων και την αγωνία για έναν κόσμο που η μοίρα του διαφαίνεται προδιαγεγραμμένη (Σπύρος Τσακνιάς, Νίκος Γρηγοριάδης). Στο πλαίσιο αυτό, αρχαίοι μύθοι, ευρύτερα γνωστοί, σχετίζονται έντεχνα με σύγχρονες καταστάσεις, πρόσωπα και συναισθήματα (Θανάσης Κωσταβάρας, Γιώργος Χουλιάρας), τα μυθικά πρόσωπα γίνονται σύμβολα με συγχρονικές διαστάσεις (Σταύρος Βαβούρης), και τα μυθικά στερεότυπα ανασκευάζονται (Άθως Δημουλάς, Τίτος Πατρίκιος) ή, αποκτώντας έμφυλες διαστάσεις, εκφράζουν το πολυσύστημα της θηλυκής οντότητας (Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ).
Στο διάστημα αυτό μια σημαντική αλλαγή αναφορικά με τη χρήση του μύθου παρατηρείται τη δεκαετία του 1970, οπότε πραγματοποιούνται μεταμοντερνιστικές απόπειρες πραγμάτευσης του μύθου, στο πλαίσιο μιας ποίησης που συνεχίζει τους πειραματισμούς του μοντερνισμού εναντίον της παράδοσης, αναμειγνύοντας λογοτεχνικά είδη, υφολογικά και πολιτισμικά επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένοι ποιητές προσγειώνουν τον μύθο στη σύγχρονή τους πραγματικότητα, εξοικειώνονται μαζί του, τον ανατρέπουν, τολμούν να τον συνδυάσουν με τον πολιτισμό της ηλεκτρονικής εποχής και την pop κουλτούρα (Beaton 1996, 334-336). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ευρηματικές και συνάμα ανατρεπτικές εκδοχές του μύθου (Γιάννης Κοντός, Τζένη Μαστοράκη, Γιάννης Υφαντής), που εμπλουτίζονται στις επόμενες δεκαετίες (Γιώργος Χουλιάρας, Στέλιος Λύτρας, Αλέξης Τραϊανός, Γιάννης Πατίλης) και που σηματοδοτούν το πέρασμα της νεοελληνικής ποίησης από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό.