Τα παρακάτω αποσπάσματα αποκαλύπτουν πτυχές του μεταπολεμικού μύθου του Ελπήνορα στην ευρωπαϊκή και νεοελληνική ποίηση, καθώς και τις μεταμοντερνιστικές προεκτάσεις του. Για τα ποιητικά κείμενα στα οποία αναφέρονται οι μελετητές βλ. Νόστος: Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία .
[...] Γενικά πάντως, κατά την αμέσως μεταπολεμική εποχή, η αρχηγική μορφή του Οδυσσέα υποχωρεί μπροστά στην ανάδειξη εκείνου που υπήρξε ο τελευταίος τροχός της αμάξης, ο έσχατος των πολεμιστών, ο Ελπήνωρ. Αυτός είναι ο διάσημος αντιήρωας του μεσοπολέμου. Ο Ελπήνωρ παραμερίζει λοιπόν κάπως τον Οδυσσέα, είτε ως θετικό πρόσωπο, έχοντας δηλαδή τη μορφή του άδικα λησμονημένου νεκρού παλικαριού (στον Σινόπουλο), είτε ως αμφίσημη μορφή, τρυφερή αλλά και επικίνδυνη (στον Σεφέρη). [...]
Αγγέλα Καστρινάκη, «Μορφές του Οδυσσέα στον 20ό αιώνα». Η λογοτεχνία, μια σκανταλιά, μια διαφυγή ελευθερίας, Πόλις, Αθήνα 2003, σ. 229.
[...] Ενώ ο Οδυσσέας, η Κίρκη και βέβαια η κατάβαση ζωντανού θνητού στον Άδη είναι αειθαλείς λογοτεχνικοί μύθοι, ο Ελπήνωρ είναι αποκλειστικά μεταπολεμικός μύθος. Όχι απλώς γιατί δεν εμφανίζεται στην Ιλιάδα: το ίδιο ισχύει και για την Κίρκη και για τους άλλους λίγο πολύ επώνυμους συντρόφους του νόστου. Αλλά κυρίως, γιατί, αν ο Ελπήνωρ δεν ήταν μεταπολεμικός μύθος, η «ανάστασή» του και η τύχη του στη μεταπολεμική Ευρωπαϊκή λογοτεχνία θα έμενε ανεξήγητη. Ιδού συντομογραφικά οι ενδεικτικές χρονολογίες δημοσίευσης: Πάουντ (1917 ώς 1948), Giraudoux (1919), Joyce (Paddy Dignam στον Ulysses) (π. 1920), Σινόπουλος (1944 ώς 1975), Σεφέρης (1945 ώς 1947), Ρίτσος (1966). Εκείνο που δηλώνουν οι χρονολογίες αυτές (εκτός ίσως από του Mcleish, 1933) είναι, πιστεύω, πως ο Ελπήνωρ, ενώ ξεκίνησε από την Οδύσσεια ως ένας σπαραχτικός «μη-ήρωας», ικανός να γονιμοποιήσει μονάχα το μεταθανάτιο ήμισυ του Παλινούρου στην Αινειάδα του Βιργιλίου, ύστερα από μια σκιώδη επιβίωση τουλάχιστο 19 αιώνων ως μία από τις πολυάριθμες συμβατικές αναφορές στον Όμηρο, ξαφνικά ξαναπαίρνει ενεργό μέρος στον μύθο του Οδυσσέα, σε χρόνια κατεξοχήν αντι-ηρωικά, που στην ποίησή μας θαρρώ, πρωτοσημαδεύονται το 1919 με τον «Μιχαλιό» του Καρυωτάκη. [...]
Γ.Π. Σαββίδης, Οι μεταμορφώσεις του Ελπήνορα. (Από τον Πάουντ στον Σινόπουλο), Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 11-13. Διατίθεται εδώ .
[...] Βέβαια η πλέον πρόσφατη παρουσία του Ελπήνορα στη λογοτεχνία μας οφείλεται λιγότερο σε επιθυμία ανάπλασης του ομηρικού πρότυπου και περισσότερο σε διάθεση αναπαραγωγής της μοντερνιστικής —κυρίως της σεφερικής— μετάπλασής του. Από τη στιγμή που ο Ελπήνωρ του Σεφέρη έγινε διάσημος, η εμφάνιση σεφερογενών Ελπηνόρων ήταν αναπότρεπτη. Εντούτοις νιώθει κανείς ότι ένα σημαντικό μέρος από τα αισθήματα που εκφράζουν οι σημερινοί Έλληνες συγγραφείς με το πρόσωπο του Ελπήνορα είναι γνήσιο. Φαίνεται, ακόμη, ότι ένα τμήμα από εκείνο το μέρος της παρουσίας του Ελπήνορα που υπερβαίνει τη μίμηση δεν αποβλέπει στην έκφραση ενός καθολικού, πανανθρώπινου στοιχείου· ότι δηλαδή ο σημερινός Έλληνας χρησιμοποιεί τον Ελπήνορα περισσότερο για να εκφράσει κάτι από τον εαυτό του.
[...] Η διαπίστωση του Σαββίδη, την οποία ανέφερα, ότι «ο Ελπήνωρ είναι αποκλειστικά μεταπολεμικός μύθος», δεν φαίνεται ότι θ’ αποδειχτεί ακριβής. Γιατί ο μύθος του Ελπήνορα περιέχει στοιχεία ομόλογα και με τη μεταμοντέρνα ιδεολογία, στοιχεία που τον δείχνουν ικανό να συνεχίσει τη λειτουργία του και στη σημερινή πραγματικότητα. Οι απότομοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που έχουν συντελεστεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι οποίοι έχουν ορισμένες από τις ρίζες τους στην πρόσφατη δικτατορία, έχουν δημιουργήσει ένα βιωματικό έδαφος ικανό να εκθρέψει μια ψυχολογική μετεξέλιξη του συμβόλου του Ελπήνορα, και μάλιστα προς μια κατεύθυνση την οποία οι πρώτοι νεότεροι χρήστες του δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει. Ο παρακατιανός και υποταγμένος Ελπήνωρ των δύο μεταπολέμων (τόσο ως αυτοτελής χαρακτήρας όσο και ως συστατικό χαρακτήρα), ο άκακος φορέας του κακού που είχε αλλού την πηγή του, αιφνίδια αναβαθμισμένος οικονομικώς από ραγδαίες υλικές ανακατατάξεις, βρέθηκε απροετοίμαστα κάτοχος μιας δύναμης ασύμμετρης με την ικανότητά του να χειρίζεται σωστά την επιθυμία του. Από άγνωστος μούτσος έγινε ξαφνικά καπετάνιος, έγινε υπουργός γνωστός και στους θυρωρούς ολόκληρης της επικράτειας, έθεσε υποψηφιότητα για την αρχηγία του κόμματος, έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, τηλεοπτικός σταρ, διευθυντής χλιδάτων περιοδικών και οικοδεσπότης πρωθυπουργών (εν ενεργεία και πρώην), έφτασε να υπαγορεύει και πρωθυπουργικές αποφάσεις. Αισθάνεται κανείς ότι αυτή η δεύτερη νεότερη μεταμόρφωση του ανθρώπου Ελπήνορα στη χώρα όπου είδε για πρώτη φορά το φως της μέρας είναι δύσκολο να μην προκαλέσει μια νέα λογοτεχνική του αναγέννηση.
Νάσος Βαγενάς, «Ο Ελπήνωρ μεταμοντέρνος». Μνήμη Γ.Π. Σαββίδη. Θέματα νεοελληνικής φιλολογίας: Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά. Πρακτικά της Η΄ Επιστημονικής Συνάντησης (11-14 Μαρτίου 1997), Ερμής, Αθήνα 2001, σ. 188 & 190.