Τα δύο πρώτα αποσπάσματα αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τη «μυθική μέθοδο» ο Γιάννης Ρίτσος στα συνθέματα της Τέταρτης διάστασης, διαπλέκοντας τον μύθο με την ιδιωτική εμπειρία, την ιστορική μνήμη και τον κοινωνικό προβληματισμό. Το τρίτο απόσπασμα αναφέρεται στις διαφορετικές φάσεις της διαχρονικής παρουσίας του μύθου στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Τα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης είναι χτισμένα σε τρία επίπεδα. Υπάρχει το μυθολογικό-ιστορικό υπόβαθρο, δοσμένο μέσα από την αρχέτυπη οικογένεια, τις πράξεις αρχαίων ηρώων (όχι θεών). Αυτό το υπόβαθρο δίνει την προοπτική του βάθους, μεγεθύνει τις διαστάσεις, είναι το στέρεο πλαίσιο. Παράλληλα, η χρονική απόσταση επιτρέπει την πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση των πραγμάτων.
Το δεύτερο στρώμα είναι η προσωπική μνήμη μιας αλλιώτικα μυθοποιημένης εποχής. Της εποχής της παιδικής ηλικίας του ποιητή. Είναι η δική του οικογένεια, σφραγισμένη παράξενα κι αυτή από τη μοίρα. Είναι το αρχοντικό της Μονεμβασιάς, το «νεκρό σπίτι», εγκαταλειμμένο, που ταυτίζεται με τα πολύχρυσα ανάκτορα στην ακμή και την παρακμή τους. […] Στο τρίτο επίπεδο θα δούμε να καθρεφτίζονται σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα. Μέσα από τον δεκαετή τρωικό πόλεμο, μέσα από την αλυσίδα των εκδικήσεων των Ατρειδών, μέσα από την εμφύλια διαμάχη των δυο παιδιών του Οιδίποδα, πρόσφατες κοινωνικές συγκρούσεις, κυρίως η δεκαετία ’40 και ’50, κι ολόκληρη η σημερινή Ελλάδα. Ακόμα, προβλήματα του αριστερού κινήματος και προβλήματα του υπαρκτού, καθώς λεν, κι ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Γιατί όσο ενδιαφέρει αυτή την ποίηση η κοινωνική αλλαγή, άλλο τόσο την καίει η αλλαγή να είναι ουσιαστική. […]
Το μυθικό μέγεθος συνυπάρχει στο Ρίτσο με την ποίηση, τον ύμνο της καθημερινότητας. Πρόσωπα ούτως ή άλλως μεγεθυμένα αλλάζουν μέσα σ’ αυτή τη σχέση συμπεριφορές και απομυθοποιούνται αντιστρέφοντας τους ρόλους τους, φτιάχνοντας έτσι τον άλλο μύθο. […] Η παραβίαση λοιπόν του μύθου —δε λέω καν υπονόμευση— δε γίνεται με την αλλαγή των βασικών προσώπων αλλά με την αλλαγή της οπτικής. Έχουμε άλλες συμπεριφορές που υπαγορεύονται από μιαν άλλη αίσθηση και αντίληψη ζωής. Τα βασικά αισθήματα, τα πάθη, οι φιλοδοξίες δεν αλλάζουν. Έρχονται να καλύψουν ή να αποκαλύψουν άλλες αξίες. Επίσης τα αποφασιστικά γεγονότα της δράσης μένουν τα ίδια. Αλλάζουν τα κίνητρα και η ερμηνεία τους. Το τραγικό και το αναπότρεπτο βιώνεται, ώς ένα βαθμό, σαν κοινωνική μοίρα, δηλαδή αναγκαιότητα.
Χρύσα Προκοπάκη, «Ο κύκλος των μυθολογικών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου», περ. Θεατρικά τετράδια, τχ. 2 (1980) 5-8.
Το κυριότερο επίτευγμα της ποιητικής αυτής δημιουργίας είναι η ιδιοφυής ενσωμάτωση στις περισσότερες από τις συνθέσεις της Τέταρτης διάστασης της «μυθικής μεθόδου», που θ’ αναδειχτεί σ’ έναν από τους διεισδυτικότερους φορείς της ποιητικής έκφρασης του χρήστη της και ταυτόχρονα στην ωριμότερη εφαρμογή της στην ελληνική ποίηση του αιώνα μας. […]
Χαρακτηριστικό είναι ωστόσο ένα νέο τεκμήριο της μεταλειτούργησης του αρχαίου μύθου στο νέο —καλλιτεχνικό— φορέα του: Η «αντικειμενική συστοιχία» ολοκληρώνεται σ’ αυτόν, θα λέγαμε από μιαν «υποκειμενική συστοιχία», μια συνειρμική διεργασία, αποτέλεσμα της οποίας είναι η σύμπλεξη ή «ταύτιση» των μυθικών στοιχείων με τα βιογραφικά δεδομένα του ίδιου του ποιητή. […] Το σημαντικό ωστόσο επίτευγμα της νέας αυτής ποιητικής γλώσσας είναι η τελική μετάθεση όλων των ποιητικών εκφραστικών και συνειδησιακών στοιχείων σ’ ένα ανώτερο σημαντικό επίπεδο —το επίπεδο της σύγχρονης από το φορέα και συναυτουργό της άμεσα βιωμένης ιστορίας— και τον «εκσυγχρονισμό» αυτό του μύθου θα υπηρετήσουν οι άφθονα εγκατασπαρμένοι και απόλυτα ηθελημένοι αναχρονισμοί. […]
Γιώργος Βελουδής. «Ο μύθος στο Ρίτσο», περ. Νέα Εστία, τχ. 1547 (Χριστούγεννα 1991) 114-115. Διατίθεται εδώ .
Η παρουσία του μύθου στην ποίηση του Ρίτσου σημειώνει τρεις διαφορετικές φάσεις. Στην πρώτη (1939-1959) έχει τη μορφή του ποικίλματος, του περίτεχνου στολιδιού που διαλέγει ο μαθητής του Παλαμά.[...] Την περίοδο απ’ τα 1959 ώς τα 1975 οι αρχαίοι μύθοι προσφέρουν τον καμβά για να συντεθούν τα πολύστιχα ποιήματα του Ρίτσου: «Το νεκρό σπίτι» (1959), «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» (1960), «Φιλοκτήτης) (1963-1965), «Ορέστης» (1962-1966), «Μαρτυρίες Β΄» (1964-1971), «Τειρεσίας» (1965-1970), «Περσεφόνη» (1966-1971), «Ισμήνη» (1967-1969), «Αίας» (1968), «Επαναλήψεις» (1967-1970), «Χρυσόθεμη» (1969), «Αγαμέμνων» (1966-1970), «Ελένη» (1970), «Επιστροφή της Ιφιγένειας» (1971-1972), «Φαίδρα» (1974-1975).
Σπάνια ο ποιητής αντλεί τη γνώση του για το μύθο από αρχαίο κείμενο. Εξαίρεση αποτελούν οι «Μαρτυρίες» και οι «Επαναλήψεις», όπου οι ομηρικές αναφορές φτάνουν ώς την παράφραση, ειδικά της οδυσσειακής μετάφρασης του Εφταλιώτη. Από το 1975 και μετά υπάρχει μια πολυσημία μυθικών συμβόλων. Οι μύθοι παρουσιάζονται εξαιρετικά πολυάριθμοι και με αποσπασματική μορφή διάσπαρτοι σ’ ολόκληρο το έργο.
Αλεξάνδρα Ζερβού, «Ο αρχαίος μύθος και η “στρατευμένη” ποίηση του καιρού μας —με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου—». Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, επιμ. Δ. Κόκορης. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σ. 185-186.