Η γένεση και άνθισή τους μας μεταφέρουν στα τέλη του 18ου αιώνα και στην ακμή του περιηγητισμού, όταν κορυφώνεται το ενδιαφέρον για μακρινούς, άγνωστους και εξωτικούς τόπους, παράλληλα με μια τάση για περιπέτεια και φυγή. Οι εμπειρίες των μεγάλων περιηγητών και ταξιδιωτών της εποχής κατεγράφησαν σε ημερολόγια ή στην αλληλογραφία τους, ενώ το είδος της ταξιδιωτικής αφήγησης («travel account», «relation de voyage», «Reisebericht») που προκύπτει, αρχίζει σταδιακά να εμπλουτίζει τη λογοτεχνία, αλλά και να τροφοδοτεί κάποιες εκδοχές της πολιτισμικής ιστορίας.
Η περιηγητική τάση με την οποία συνδέονται από τη γέννησή τους τα ταξιδιωτικά κείμενα, ενισχύεται από τα μέσα του 19ου αιώνα με την επικράτηση του πνεύματος του κοσμοπολιτισμού σε όλο τον δυτικό κόσμο. Αναφορικά με την επιστημονική μελέτη αυτών των ταξιδιωτικών αφηγήσεων, ο Manfred Link το 1963 μελετώντας τον 19ο αιώνα διαπιστώνει την επικράτεια μιας ταξιδιωτικής αφήγησης, η οποία αφορά σε ένα ταξίδι που, χωρίς να είναι εντελώς μυθοπλαστικό, δεν αποτελεί πλέον ζήτημα αμιγώς ρεαλιστικού βιώματος (Link 1963, 10). Με αυτές τις εξελίξεις συνδέεται και η άνθιση του είδους των ταξιδιωτικών κειμένων στην Ελλάδα, που παρατηρείται αρκετά αργότερα, στον 20ό αιώνα, τα χρόνια του μεσοπολέμου. Πλήθος ταξιδιωτικών κειμένων έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης υπό τον γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας: για την Ισπανία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Ιαπωνία, την Κίνα και την Αγγλία τα χρόνια 1927, 1939 και 1941, ενώ μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν και οι εντυπώσεις του από τη Ρωσία, την Ιερουσαλήμ, την Κύπρο και την Πελοπόννησο. Σημαντικά είναι και τα ταξιδιωτικά κείμενα των Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Πέτρου Χάρη κ.ά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η πεντάτομη ανθολογία ταξιδιωτικής γραμματείας που επιμελείται η Αννίτα Παναρέτου (1995), αποτελεί μια αρκετά συστηματική καταμέτρηση των σχετικών κειμένων.
Όσον αφορά στις εφημερίδες: κάθε ρεπορτάζ προϋποθέτει τη διαδικασία της δημοσιογραφικής αποστολής, προϋποθέτει δηλαδή το «ταξίδι» στον τόπο της είδησης. Υπό μια έννοια λοιπόν, κάθε ρεπορτάζ είναι ένα ταξιδιωτικό κείμενο, ένα είδος «ταξιδιωτικών εντυπώσεων», για να θυμηθούμε τον τίτλο που δίνει ο Heine στις καθημερινές δημοσιογραφικές του ανταποκρίσεις για την Allgemeine Zeitung. Στην ελληνική εφημεριδογραφία ξεχωρίζουν ως ανταποκριτές οι Π. Νιρβάνας, Ζ. Παπαντωνίου, Ανδ. Καρκαβίτσας, Μ. Μητσάκης, Τίμ. Μωραϊτίνης κ.ά. Ο τελευταίος μάλιστα και ως πολεμικός ανταποκριτής, πεδίο στο οποίο θα διακριθούν ακόμα οι Σπύρος Μελάς, Πάνος Καραβίας, Κώστας Ουράνης και Στρ. Μυριβήλης.
Με πρώτο τακτικό και έμμισθο ανταποκριτή ελληνικής εφημερίδας στο εξωτερικό από το 1888 τον Ν. Λάσκαρη και δεύτερο τον Ζαχ. Παπαντωνίου, ανταποκριτή της εφημερίδας Εμπρός στο Παρίσι κατά την περίοδο 1908-1910, οι λογοτέχνες-δημοσιογράφοι που δουλεύουν σε ανάλογα πόστα διοχετεύουν στην Ελλάδα, παράλληλα με τις πολιτικές και εμπορικές ανταποκρίσεις, όχι μόνο νέες πηγές λογοτεχνικότητας, αλλά και μια νέα αντίληψη του Τύπου ως πηγή δημόσιας πληροφόρησης.
Από την άνοιξη του 1890 ο Καρκαβίτσας υπηρετεί στο Μεσολόγγι ως έφεδρος ανθυπίατρος. Μετά από μια μεγάλη καλοκαιρινή οδοιπορία στα Κράβαρα της ορεινής Ναυπακτίας δημοσιεύει στην Εστία, από τις 14 Οκτωβρίου, μια σειρά δώδεκα οδοιπορικών εντυπώσεων με τον γενικό τίτλο «Κράβαρα. Οδοιπορικαί σημειώσεις». Η συνεργασία του με αθηναϊκά έντυπα είναι τακτική ήδη από το 1885. Οι ανταποκρίσεις του Καρκαβίτσα, που αποτελούν δριμεία καταγγελία του πρωτογονισμού και της καθυστέρησης της ελληνικής επαρχίας, δεν θα μείνουν χωρίς αντίδραση από την πλευρά των Ναυπάκτιων. Ο συγγραφέας τιμωρείται πειθαρχικά με εικοσαήμερη φυλάκιση και δέχεται δύο προσκλήσεις για μονομαχία. Μέσα στο 1891 δημοσιεύει τις «Εικόνες της Ρούμελης» και τις «Θεσσαλικές εικόνες». Όλα αυτά τα ντοκουμέντα θα τροφοδοτήσουν τον Ζητιάνο, όπου ο Καρκαβίτσας, με νατουραλιστική συνέπεια και ακρίβεια, θα αποτυπώσει και λογοτεχνικά την απομυθοποίηση της ειδυλλιακής υπαίθρου συντελώντας στη διεύρυνση του είδους της λεγόμενης ηθογραφίας (Βαρελάς 2014).