Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σε συνθήκες απόλυτης ρευστότητας, ολοένα και περισσότεροι γράφοντες σε εφημερίδες βλέπουν τη σχέση τους με τα έντυπα να εξελίσσεται σε επαγγελματική. Ανάμεσά τους οι νεαροί δημοσιογράφοι-λογοτέχνες, όπως ο Γρ. Ξενόπουλος, αντιμετωπίζουν την προοπτική να είναι οι νέοι επαγγελματίες του λόγου και να ζουν από την πένα τους.
«Φεύγω»! Είπα στους δικούς μου. «Ο Δροσίνης με παίρνει στην Εστία. Θα με πάρει κι ο Κακλαμάνος στο Άστυ. Θα κερδίζω το λιγότερο 300 δραχμές το μήνα!» [...] Με άλλον αέρα ξαναπάτησα το χώμα —ή μάλλον τη φοβερή τότε λάσπη— της Αθήνας. [...] Ήμουν ανεξάρτητος, αυτεξούσιος, δεν είχα ανάγκη κανένα. Έβγαζα το ψωμί μου με το ευγενέστερο, το υψηλότερο επάγγελμα που μπορούσα να ονειρευτώ. Ήμουν λογογράφος επαγγελματίας. Κι η συναίσθηση αυτή με γέμιζε χαρά και περηφάνια.
Γρηγόριος Ξενόπουλος, Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Αυτοβιογραφία , Αφοί Βλάσση, Αθήνα 1984, σ. 242-243.