Από το 1926 και για τον επόμενο σχεδόν μισό αιώνα η δημοσιογραφία θα αποτελέσει για τον Κ. Βάρναλη (1884-1974) τρόπο βιοπορισμού, ώς τη δικτατορία του 1967: πρώτος σταθμός οι φιλολογικές και πολιτικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι για την εφημερίδα Πρόοδος. Κατά τη συνεργασία του με την Πρωία επιχειρεί να θεμελιώσει μια αντικειμενική μέθοδο αισθητικής θεωρίας: τίθεται εναντίον της «φυγοκοσμίας» και της «τέχνης για την τέχνη», αλλά παράλληλα τονίζει ότι η αξία του έργου τέχνης κρίνεται από τα εκφραστικά αποτελέσματα. Επιλογή από τα άρθρα του αυτής της εποχής συγκεντρώνονται αργότερα στον τόμο Αισθητικά-Κριτικά (α΄ και β΄ τόμος, 1958). Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται και η σημαντική έρευνά του με τίτλο «Άνθρωποι – ζωντανοί, αληθινοί» για τους τρελούς του δημόσιου ψυχιατρείου. Μετά την απελευθέρωση και το κλείσιμο της Πρωίας συνεργάζεται στον πρώτο Ριζοσπάστη (1945-1947), στον Ριζό της Δευτέρας (1946-1947) και στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο (1950-1953). Από το 1952 και για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια ο Βάρναλης αναλαμβάνει το καθημερινό χρονογράφημα της Αυγής, μια στήλη με τίτλο «Λόγια που καίνε». Στη φωτογραφία απεικονίζεται η δημοσιογραφική του ταυτότητα.