«Αν αυτό είναι ρεπορτάζ, εγώ είμαι το άγαλμα του Κωνσταντίνου. Περνιέσαι για λογοτέχνης;» Παράπονα όπως αυτά που εκφράζει στο προηγούμενο απόσπασμα ένας αρχισυντάκτης προς τον συντάκτη του θα μπορούσαν να είναι μέρος μιας καθημερινής επαγγελματικής συζήτησης. Ωστόσο, δεν πρόκειται γι’ αυτό, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο θεματοποιείται εντός της λογοτεχνίας η διαφορά λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού ύφους και τεχνοτροπίας. Η Βάσια Τζανακάρη στο διήγημά της ο «Ξένος», που εκδίδεται το 2014 και όπου ανήκει το χωρίο, μας παραδίδει μια αφήγηση που αποτελεί περιγραφή ενός φόνου, και την οποία ο αναγνώστης παρακολουθεί ως διήγημα, για να πληροφορηθεί μόνο στο τέλος από τη σύντομη στιχομυθία αρχισυντάκτη-συντάκτη ότι προορίζεται για δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.
[…]
«Να τος!» φωνάζει ο μεγαλόσωμος άντρας και χυμούν όλοι προς το μέρος του. Ο νεαρός γυρίζει το κεφάλι και τους κοιτάζει, τα μάτια του σκούρα και λαμπερά, το δέρμα του βελούδινο, ένα εξωτικό ζώο που πιάστηκε σε παγίδα ξελιγωμένων κυνηγών. Ο εξηντάρης βουτάει το ξύλο από τα χέρια του, κοντοστέκεται και έπειτα το κατεβάζει με δύναμη στο κεφάλι του. Ο νεαρός βογκάει και κάνει να ξεφύγει, αλλά ο μεγαλόσωμος άντρας τον πιάνει και τον χτυπάει ακόμα πιο δυνατά. Τα χτυπήματα εξακολουθούν, άλλα άγρια και βίαια, άλλα για τη χαρά της συμμετοχής.
Όλοι παίρνουν μέρος.
Ο νεαρός δεν κουνιέται. Η ομάδα παρακολουθεί, τα πρόσωπά τους ανέκφραστα, παγωμένα, μα τα σωθικά τους ζεσταίνει κρυφή χαρά. Το ξύλο έχει γεμίσει αίματα κι ο εξηντάρης, αδειασμένος από οργή, το πετάει πάνω στον ξένο. Η ομάδα οπισθοχωρεί, ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Φεύγουν βιαστικοί αλλά ήσυχοι, κανείς δεν θα τους αναζητήσει, ποιος θα νοιαστεί για έναν ξένο, ο εξηντάρης μάλιστα δεν φοβάται καν ότι η αστυνομία θα βρει τα αποτυπώματά του στο ξύλο, «χάρη τους κάναμε» μουρμουρίζει. Χάνονται, η πόλη τούς καταπίνει και η Κυριακή συνεχίζει να κυλάει όπως τη θέλουν. Το άγαλμα του βασιλιά είναι στη θέση του. Όλα επιστρέφουν στη θέση τους.
Ο νεαρός κείτεται στο χώμα, τα μάτια του ακόμη δεν έχουν πάρει να αδειάζουν. Γύρω του μαζεύονται πουλιά που ’χαν σκορπίσει φοβισμένα στα δέντρα. Κοιτάζουν το άψυχο κορμί του, σκύβουν τα γκρίζα τους κεφάλια κι έπειτα πέφτουν με τα μούτρα στα ξεροκόμματα απ’ τα καρβέλια που έσπαγε πάνω στις πλάκες. Από μικρός αγαπούσε τα πουλιά. Θα τα τάιζε ψωμί κι εκείνα θα έρχονταν μαζί του, διώχνοντας τον φόβο τους μακριά.
Αρχισυντάκτης: Αν αυτό είναι ρεπορτάζ, εγώ είμαι το άγαλμα του Κωνσταντίνου. Περνιέσαι για λογοτέχνης;
Συντάκτης: Αυτά είναι όσα μου είπε ο μεγαλόσωμος άντρας στην καφετέρια απέναντι. Θα βάλω κι άλλα στοιχεία.
Αρχισυντάκτης: Για να σκεφτώ. Στην καφετέρια που πήγες φεύγοντας από τη συνέντευξη τύπου που υποτίθεται πως έπρεπε να καλύψεις; Τουλάχιστον το όνομα του νεαρού το ξέρουμε;
Συντάκτης: Η αστυνομία δεν βρήκε χαρτιά και κανείς δεν τον έχει αναζητήσει ακόμη.
Αρχισυντάκτης: Κι ούτε πρόκειται. Όσο για το κείμενο, τι μας νοιάζουν τα πρησμένα πόδια και οι πέρλες της κάθε θείτσας; Αλλά να ’ταν μόνο αυτά; Και τι δεν έχεις βάλει μέσα. Πουλιά, κυνηγούς, παγίδες, εξωτικά ζώα, βελούδα, ξανά πέρλες. Αυτά τα κτίρια με τα κλειδωμένα στόματα τι είναι; Μουγγά; Κι άντε, όλα αυτά, πες, θα φάνε ψαλίδι. Πού ξέρεις ότι η πηγή σου δεν σου πούλησε φούμαρα;
Συντάκτης: Πέθανε ένας άνθρωπος.
Αρχισυντάκτης: Τον είδες;
Συντάκτης: Είδα το ασθενοφόρο.
Αρχισυντάκτης: Αλλά εσύ κώλωσες να πας.
Συντάκτης: Ξέρουμε ποιος τον σκότωσε.
Αρχισυντάκτης: Αν δεν μιλήσει ο νεκρός, δεν ξέρεις τίποτα.
Βάσια Τζανακάρη, Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2014, σ. 101-103.