Σε πολλά από τα χρονογραφήματα του «Διαβάτη» Ιωάννη Κονδυλάκη θεματοποιείται το ίδιο το ζήτημα της καθημερινής συγγραφής χρονογραφημάτων αλλά και της σχέσης του χρονογράφου με το κοινό του.
Διέκοψα επί δύο περίπου μήνες την εργασίαν μου διά ν’ αναπαύσω και θεραπεύσω τα κουρασμένα νεύρα μου. Και ξέρετε πώς επέρασα αυτό το διάστημα; Ν’ ακούω να μ’ ερωτούν γνωστοί και άγνωστοι διατί έπαυσα να γράφω:
— «Γιατί δεν γράφεις; Δεν βλέπω πεια τον Διαβάτη· τί συμβαίνει; Είσαι άρρωστος;»
Και δεν μ’ ερωτούσαν μόνον διά τον εαυτόν μου, αλλά και δι’ εκείνον ο οποίος με αντικατέστησε:
— Ποιος είν’ αυτός ο Ίντεμ;
Άλλοι τον έλεγαν Ιντέμ και ένας μίαν εσπέραν, άγνωστος, επιβαίνων ποδηλάτου, εσταμάτησε διά να μ’ ερωτήση:
— Δεν μου λέτε, σας παρακαλώ, ποιος είν’ ο Ιντεάλ;
Μίαν ημέραν ένας καθηγητής μου λέγει:
— Γιατί αλλάξατε ψευδώνυμον; Βέβαια διά πολιτικούς λόγους.
— Άλλαξα ψευδώνυμον;…
Ο κ. καθηγητής εγέλασε:
— Α! τώρα εννοώ. Κάνετε λογοπαίγνιον. Φαίνεται ότι γράφει άλλος και είσθε ο ίδιος. Ίντεμ. Ωραίο, πολύ ωραίο. Έπρεπε να το έχω εννοήσει. Σας ερωτούν ποιος γράφει· και απαντάτε ο Ίδιος. Έτσι λέγετε και δεν λέγετε την αλήθειαν. Διά τον εαυτόν σας την λέγετε και ο άλλος δύναται να υποθέση ότι Ίντεμ είνε ψευδώνυμον κάποιου άλλου. Αλλ’ εγώ που ξέρω λατινικά, εννοώ το λογοπαίγνιον.
— Εύγε σας.
— Αυτό δεν είνε;
— Τί άλλο; Εσείς το καταλάβατε, διότι εκτός του ότι ξέρετε λατινικά, ξέρετε και το ψευδώνυμον που μετεχειρίσθη ο Οδυσσεύς διά να φονεύση τον Πολύφημον.
Δεν ηθέλησα να καταστρέψω την ευχαρίστησιν του κ. καθηγητού διά την ανακάλυψιν την οποίαν έκαμε. Τον αφήκα να φαντάζεται ότι με τέχνασμα τόσον παλαιόν και τόσον αφελές ηθέλησα να κάμω τον έξυπνον, αυτός δε με ανεκάλυψε. Τί δόξα, αλήθεια, και διά τους δύο μας!
Εν τω μεταξύ κατεγινόμην να πραγματοποιήσω την αρχικήν μου απόφασιν, ν’ αποσυρθώ κάπου, εις ένα ήσυχον τόπον, και να ζήσω επί τινα καιρόν μακράν από την πλατείαν Συντάγματος, από τον θόρυβον των ανθρώπων και των αυτοκινήτων. Αλλά τα σχέδιά μου εναυάγουν το έν μετά το άλλο, ένεκα της δυσκολίας των συγκοινωνιών. Ηύξησα μόνον τας γεωγραφικάς μου γνώσεις με τα ονόματα διαφόρων μερών τα οποία μου συνέστησαν ως τα κατάλληλα προς τον σκοπόν μου, ονόματα χωρίων και μοναστηρίων επί ορεινών τοποθεσιών. Και ούτω επέρασαν δύο μήνες, κατά τους οποίους διαρκώς εσκεπτόμην ν’ απομακρυνθώ, χωρίς ουδ’ επί μίαν ημέραν ν’ απομακρυνθώ από τας Αθήνας. Εν τοσούτω κατώρθωσα να μη μείνω χωρίς απασχόλησιν κατά τους δύο αυτούς μήνας. Με απησχόλει διηνεκώς η σκέψις της μετατοπίσεως, με απησχόλουν αι ερωτήσεις γιατί δεν γράφω. Και ως να ωνειρευόμην κατά το διάστημα τούτο, όταν εξύπνησα ευρέθηκα εις το αυτό μέρος.
Και η πρώτη φράσις που ήκουσα ήτο πάλιν διά το γράψιμον:
— Δεν γράφεις πεια;
— Πώς!
— Πού γράφεις;
— Στους τοίχους. Όλα αυτά που βλέπετε γραμμένα στους τοίχους εγώ τα γράφω.
Και δι’ άλλους μεν λόγους, αλλά και διά να σωθώμεν από την περιέργειαν και τας ερωτήσεις της, επανερχόμεθα εις το μελάνωμα του χάρτου.
Διαβάτης [= Ιωάννης Κονδυλάκης], «Δύο μηνών ανάκρισις», εφ. Εμπρός, 3 Σεπτ. 1917.