Η μελέτη αποτελεί μια σύντομη επισκόπηση των όρων υπό τους οποίους αναπτύσσεται η σχέση Τύπου και λογοτεχνίας στην Ελλάδα κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. Η μελετήτρια αναφέρεται στη σημαντική προϊστορία του ζητήματος και σε σταθμούς όπως η έκδοση της εφημερίδας Ήλιος το 1833 από τους αδελφούς Σούτσους.
[…] «Το καλοκαίρι του 1881 σημαδεύεται στο δρόμο της Τέχνης μας. Από τη σατυρική δημοσιογραφία περάσαμε στη σοβαρή λογοτεχνία. Από το Ραμπαγά και το Μη Χάνεσαι στην Εστία [ενν. το περιοδικό], που διεύθυνε τότε ο Κασδόνης. Μόλις τυπώθηκε το πρώτο μου ποίημα “Το ποτάμι” επανηγύρισα τη νίκη γράφοντας στον Παλαμά ένα γράμμα σαν παιάνα» γράφει ο Γεώργιος Δροσίνης που είδε το όνομά του τυπωμένο «κοντά στα περίδοξα τότε … ονόματα του Ραγκαβή, του Βλάχου, του Βικέλα. «… Στην Εστία συνοδοιπορήσαμε [με τον Παλαμά] κι αφού την πήρα στα 1889, κι αφού την έκανα καθημερινή εφημερίδα στα 1894. Ένα μεγάλο μέρος του έργου και των δυο μας, και ποιητικό και πεζό, βρίσκεται στη σειρά των τόμων της». Με τη μετατροπή του περιοδικού Εστία σε ημερήσια απογευματινή εφημερίδα, το 1894, οι πολιτικοί και δημοσιογράφοι της εποχής προέβλεπαν ότι ο γάμος της πολιτικής με τη φιλολογία θα ήταν βραχύβιος. Ο Δροσίνης έγραψε για την αλλαγή αυτή: «Το πρόγραμμα της καθημερινής “Εστίας” αποκρυσταλλώνουνταν στον νου μου με όλες του τις λεπτομέρειες. Θα προσπαθούσα με την έκδοσή της να δοθή μια καινούργια όψη στον καθημερινό τύπο, σύμφωνα με τα καλύτερα όργανά του στον πολιτισμένον κόσμο. Η “Εστία” θα ήτον μία εφημερίς διαφορετική από τις άλλες αθηναϊκές εφημερίδες. Ελκυστικώτερη, ευχάριστη στην όψη της πριν διαβασθή και αγαπητή μετά το διάβασμά της. Ένα φύλλο καθημερινό για όλες τις τάξεις και για όλες τις ηλικίες, που καθένας θα βρίσκη κάτι να τον ευχαριστή, κάτι να τον ωφελή. … Κ’ έπειτα η “Εστία” με την ποικιλία της ύλης της θα διαβάζουνταν ευχάριστα τις βραδινές ώρες τις χειμωνιάτικες κοντά στη φωτιά, και τις καλοκαιρινές κάτω από τον ήσκιο των δέντρων ή με το δροσερό φύσημα του μπάτη».
Από το 1873 ως το 1914, έτος ίδρυσης της ΕΣΗΕΑ, γνωστά ονόματα της λογοτεχνικής ζωής περνούν από τα γραφεία των εφημερίδων. Η Εφημερίς του Κορομηλά, η Ακρόπολις του Γαβριηλίδη και φυσικά η Εστία συγκεντρώνουν σχεδόν το σύνολο των πεζογράφων της περιόδου, οι οποίοι συνεργάζονται σε τακτική βάση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Εμμανουήλ Ροΐδης, Γεώργιος Δροσίνης, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Δημήτριος Κορομηλάς, Θέμος Άννινος, Μιχαήλ Μητσάκης, Βλάσης Γαβριηλίδης, Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, Ιωάννης Καμπούρογλους, Δημήτριος Κακλαμάνος, Νικόλαος Σπανδωνής, Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Γεράσιμος Βώκος, Στέφανος Γρανίτσας κ.ά. Γράφουν σχόλια, χρονογραφήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, σατιρικά, μεταφράσεις ή και δημοσιεύουν σε συνέχειες τα μυθιστορήματά τους. Η εφημερίδα πρέπει άλλωστε να αποτελούσε ευκολότερο πεδίο πρόσβασης για τους νέους λογοτέχνες, όπως ήταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης, από ό,τι τα λιγοστά, περισσότερο εξειδικευμένα και απαιτητικά περιοδικά.
Κατά την περίοδο αυτή το χρονογράφημα θα αρχίσει να σταδιοδρομεί και να αυτονομείται ως είδος. Το δρόμο που είχε ήδη ανοίξει ο Κωνσταντίνος Πωπ, με το ψευδώνυμο Γοργίας, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Ευτέρπη, θα ακολουθήσουν πολλοί λογοτέχνες από τις στήλες των εφημερίδων με προεξάρχοντα των Ιωάννη Κονδυλάκη (Διαβάτης), Εμμ. Ροΐδης (Θεοτούμπης), Άγγελος Βλάχος, Παύλος Νιρβάνας, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Δ. Ταγκόπουλος (Νουμάς), Ν. Επισκοπόπουλος (Segur), Γρηγόριος Ξενόπουλος, Τίμος Μωραϊτίνης, Στράτης Μυριβήλης και πολλοί άλλοι. Οι εφημερίδες που υιοθέτησαν το χρονογράφημα και το έκαναν κτήμα του μεγάλου κοινού ήταν: η Εφημερίς του Κορομηλά, η Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη, το Άστυ, το Σκριπ, η Εστία, οι Καιροί, το Εμπρός.
Είναι γεγονός ότι εφημερίδα και περιοδικός Τύπος από τη μια πλευρά και νέες λογοτεχνικές αναζητήσεις από την άλλη αλληλοτροφοδοτήθηκαν κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα. Η δημοσίευση της προκήρυξης του διαγωνισμού διηγήματος στην Εστία το 1881, συνέχεια και αποτέλεσμα των λαογραφικών αναζητήσεων του Νικολάου Πολίτη, έφεραν μια αλλαγή στην πεζογραφία, η οποία στράφηκε στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου και του χωριού μέσα από το ιδεολογικό πρίσμα της συγκρότησης της νεοελληνικής ταυτότητας. Σύντομα διηγήματα δημοσιεύονταν στις εφημερίδες και στα περιοδικά, ενώ η νέα τάση για καταγραφή προσωπικών εντυπώσεων από τα ταξίδια και τη ζωή στα χωριά και την ύπαιθρο έβρισκαν πρόσφορο χώρο δημοσίευσης στις σελίδες τους. […]
Πρώτος πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών υπήρξε ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ενώ, αμέσως από την αρχή, ανάμεσα στα μέλη της συγκαταλέγεται ολόκληρη η γενιά του ’30 [= ’80]: Κωστής Παλαμάς, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παύλος Νιρβάνας, Κώστας Βάρναλης, Σπύρος Μελάς, Στρατής [sic] Μυριβήλης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Γιάννης Κορδάτος, Μπάμπης Άννινος, Κώστας Ουράνης, Διονύσιος Κόκκινος, Σωτήρης Σκίπης και πολλοί άλλοι. Η αθρόα συμμετοχή λογοτεχνών στο συνδικαλιστικό όργανο των συντακτών ημερησίου Τύπου φανερώνει τη δημοσιογραφική τους συνείδηση, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιλαμβάνονταν την εργασία τους και τη συμβολή τους στα ημερήσια έντυπα.
Η δημοσιογραφία δεν ήταν καθόλου πάρεργο στην καθαυτό λογοτεχνική τους ενασχόληση. Ήταν αντίθετα μία δραστηριότητα άμεσα συνυφασμένη με τη λογοτεχνική δημιουργία, ίσως η μόνη δραστηριότητα που ήταν τόσο στενά συνυφασμένη με το πνευματικό τους έργο. Η κύρια επαγγελματική απασχόληση του Στράτη Μυριβήλη είναι η δημοσιογραφία. Εκδίδει στη Μυτιλήνη την εβδομαδιαία εφημερίδα Καμπάνα, στην οποία αρχίζει να δημοσιεύει το Η ζωή εν τάφω, και αργότερα την καθημερινή εφημερίδα Ταχυδρόμος. Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα συνεχίζει να δημοσιογραφεί και γίνεται τακτικό μέλος της Ενώσεως Συντακτών. Συνεργάζεται με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Είναι η στιγμή αυτού που η Ειρήνη η Αθηναία ονόμασε «λογοτεχνία του Τύπου» για να δηλώσει το θρίαμβο της δημοσιογραφίας, τη βιοποριστική ανάγκη των λογοτεχνών καθώς και την επιθυμία τους να προσελκύσουν ένα ευρύτερο κοινό. Ένα κοινό που ούτως ή άλλως αντανακλούσε ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, με τις ολοένα και ευρύτερες μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα. Συνέπεια της επαγγελματικής απασχόλησης των λογοτεχνών στη δημοσιογραφία ήταν από τη μια η ουσιωδέστερη ανάπτυξη του Τύπου αλλά από την άλλη ο κίνδυνος αλλοίωσης της ποιότητας της καθαυτό προσωπικής τους παραγωγής. Επίσης η ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής μέσα από τις στήλες των εφημερίδων, μιας κριτικής που δεν είχε όμως πάντα το χαρακτήρα επιστημονικού κριτικού δοκιμίου αλλά αποκτούσε επαγγελματική φυσιογνωμία και υιοθετούσε συχνά δημοσιογραφικές πρακτικές.
Ουρανία Πολυκανδριώτη, «Εφημερίδες και λογοτεχνία. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως σήμερα». Ο ελληνικός τύπος 1784 ως σήμερα. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Αθήνα, 23-25 Μαΐου 2002), επιμ. Λουκία Δρούλια, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2005, σ. 173-176.