Το σύντομο μελέτημα αναφέρεται στη στήλη «Αθηναϊκαί επιστολαί» και άλλες του νεανικού περιοδικού της Διαπλάσεως των παίδων, όπου οι νεαροί αναγνώστες του Γρηγόριου Ξενόπουλου διάβαζαν χρονογραφήματα σε ένα χρονολογικό άνυσμα πολλών δεκαετιών.
Ο Φώτος Πολίτης γράφει κάπου για τον Κωνσταντίνο Πωπ, που δημοσίεψε το 1848 στην «Ευτέρπη» του Γρηγ. Καμπούρογλου το πρώτο χρονογράφημα με τον τίτλο «Έργα και Ημέραι», τα εξής αξιομνημόνευτα για την ιστορία αυτού του ιδιότυπου λογοτεχνικού είδους, του χρονογραφήματος: «Εξήλθεν κάποιαν Κυριακήν του Αυγούστου του 1848 (ο Κ. Πωπ) από την οικίαν του, ίνα περιδιαβάση ανά την πόλιν και τα περίχωρα, χωρίς να πιστεύη, φυσικά, ότι ο περίπατός του θα απέκτα σπουδαιοτάτην σημασίαν εις την ιστορίαν των νεοελληνικών γραμμάτων».
Κάποια ανάλογη σκέψη θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς και για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, όταν το 1895 εγκαινίαζε κάτω απ’ τον τίτλο «Αθηναϊκαί Επιστολαί», δειλά και δισταχτικά στην αρχή, τα εβδομαδιαία χρονογραφήματά του στη «Διάπλαση των Παίδων» του Νικ. Παπαδόπουλου, σ’ αυτό το αλησμόνητο περιοδικό για παιδιά που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1879 […] έως το 1948, χωρίς καμία διακοπή. Ξεκίνησε ο Γρ. Ξενόπουλος, θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, παραλλάζοντας τη σκέψη του Φώτου Πολίτη, το 1895 για να δώσει από τις στήλες της «Διαπλάσεως των Παίδων» ένα νεανικό χρονογράφημα, χωρίς να πιστεύει φυσικά και χωρίς να μπορεί να προεξοφλήσει, ότι αυτή η κάθε βδομάδα περιδιάβασή του ανάμεσα στα γεγονότα και τα περιστατικά της καθημερινής ζωής, επί πενήντα τόσα χρόνια που το κράτησε, θ’ αποχτούσε τόσο σπουδαία σημασία στην ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας στον τόπο μας, αλλά και της νεοελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα.
Πραγματικά ο Ξενόπουλος (μας το θυμίζει ο ίδιος με μια παλιά «Αθηναϊκή Επιστολή» του, δημοσιευμένη στο φυλλάδιο της «Διαπλάσεως» της 6 Δεκεμβρίου 1924, επιθυμώντας έτσι να κάνει τον απολογισμό του και να εξάρει τη συμπλήρωση 25 χρόνων από τότε που άρχισε συστηματικά και μεθοδικά να δημοσιεύει στις στήλες της το εξαίρετο αυτό χρονογράφημα), με το πρώτο φυλλάδιο του περιοδικού αυτού του έτους 1895, καθιέρωνε έναν νεωτερισμό που η διεύθυνσή του δεν τον έβλεπε με καθόλου καλό μάτι. Σύντομα όμως το χρονογράφημα αυτό της «Διαπλάσεως», κατέκτησε τα παιδιά, τους άρεσε πολύ, το αγάπησαν και κάθε βδομάδα περίμεναν με αληθινή λαχτάρα το περιοδικό τους για να το απολαύσουν.
Ο Ξενόπουλος σ’ αυτόν τον απολογισμό του μας πληροφορεί ακόμα ότι τον άλλο χρόνο, το 1896, σκέφτηκε για την «Διάπλαση» μια άλλη καινοτομία, καλύτερη. Έτσι αντί για «Αθηναϊκή Επιστολή» άρχισε να δημοσιεύει τις «Σελίδες από το Ημερολόγιό μου», με μικρά και ευχάριστα στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή. Οι νεαροί όμως αναγνώστες του είχαν άλλη γνώμη (και είχε πάντοτε τον τρόπο του ο Ξενόπουλος να επικοινωνεί συχνά με τους μικρούς αλλά και με τους μεγάλους, τους ώριμους νεαρούς φίλους του) και του έγραφαν ότι προτιμούσαν πάντα τις «Αθηναϊκές Επιστολές» του, κι όταν πάλι αργότερα, τον τρίτο χρόνο απ’ την καθιέρωσή τους, δοκίμασε να τις… αντικαταστήσει με τους «Αθηναϊκούς Περιπάτους» του, με τους οποίους έδινε στα παιδιά εικόνες από την Αθήνα της εποχής εκείνης (απ’ την πόλη και την εξοχή, από τα μουσεία και τα μνημεία κλπ.) και τότε πάλι οι νεαροί και πιστοί αναγνώστες του περιοδικού επέμεναν. Καλύτερα απ’ όλ’ αυτά ήταν πάντοτε οι «Αθηναϊκές Επιστολές».
Έτσι ο Γρ. Ξενόπουλος, υπακούοντας στην έντονη επιθυμία των νεαρών αναγνωστών του στη «Διάπλαση των Παίδων», επανήλθε συστηματικά πια από το 1899 στις «Αθηναϊκές Επιστολές» του, για να τις γράφει αδιάκοπα από τότε (πενήντα κάθε χρόνο) και να μην τις αφίσει παρά μόνο το 1947 όταν, ανήμπορος πια, κάτω απ’ το βάρος των χρόνων του, σταμάτησε να διαβάζει και να γράφει.
Αν θέλαμε τώρα καλά και σώνει να εξιχνιάσουμε από πού εμπνεύστηκε ο Ξενόπουλος το είδος αυτό του χρονογραφήματος που το πρόσφερε στα παιδιά απ’ τις στήλες της «Διαπλάσεως» με την εξωτερική μορφή της επιστολής (άρχιζε όπως είναι γνωστό πάντοτε με το «Αγαπητοί μου» και τελείωνε με το «Σας ασπάζομαι: Φαίδων»), δε θα διστάζαμε να πούμε ότι την ιδέα αυτή την πήρε από τον Άγγελο Βλάχο, που κάμποσα χρόνια πριν, κατά την περίοδο 1876-1883 δημοσίευε στην «Εστία», με διευθυντή τότε τον ιδρυτή της Παύλο Διομήδη, το εβδομαδιαίο χρονογράφημά του κάτω απ’ τον ίδιο τίτλο «Αθηναϊκαί Επιστολαί», που κι αυτές δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά γράμματα που τα έστελνε τάχα «μία κυρία δήθεν αθηναία προς απούσαν φίλην της» γι’ αυτό και τα υπέγραφε με το όνομα: Σοφία. Ο Άγγελος Βλάχος είχε βέβαια σταματήσει από πολύν καιρό να γράφει το επιστολιμιαίο τούτο χρονογράφημά του (από το 1883), φαίνεται όμως ότι η επιτυχία εκείνων των «Αθηναϊκών Επιστολών» του και η διακοπή τους κατόπιν, ενθάρρυναν τον Ξενόπουλο στο να προσφέρει τώρα και το δικό του χρονογράφημα στη «Διάπλαση των Παίδων» με την ίδια εξωτερική μορφή της επιστολής και κάτω απ’ τον ίδιο τίτλο: «Αθηναϊκαί Επιστολαί» καθώς και με το ψευδώνυμο εκείνο (το Φαίδων) που το εγκαινίασε από τότε.
Καθιερώνοντας έτσι και συστηματοποιώντας ο Ξενόπουλος, χρόνο με χρόνο, το εφηβικό αυτό χρονογράφημα στη «Διάπλαση», πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στα παιδιά. Γνώριζε τόσο καλά ο ίδιος την αξία του και την απήχηση που είχε στις ψυχές των νεαρών αναγνωστών του, ώστε στον απολογισμό του, που και πιο πάνω μάς σταμάτησε, να γράψει χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: «Οι Επιστολές μου εδίδαξαν, εμόρφωσαν, έπλασαν ψυχές και χαρακτήρες. Γιατί κι αυτός ήταν πάντα ο σκοπός μου». Αναφερόμενος έπειτα στον τρόπο με τον οποίο συνέθετε αυτό το τόσο καλογραμμένο και περιεκτικό, αυτό το τόσο γλαφυρό και ζουμερό χρονογράφημα, ο Ξενόπουλος, σημειώνει τα ακόλουθα: «Έπαιρνα αφορμή από ένα οποιοδήποτε περιστατικό της εβδομάδας —μια γιορτή, μια τελετή, μια συγκέντρωση, μια θεατρική παράσταση, μια ομιλία, μια έκλειψη, μια θύελλα, μια λιακάδα, ένα χιόνι— κι αφού το διηγόμουν, ή το περίγραφα, ή το εξέθετα, προσπαθούσα να δώσω στο νεαρό μου αναγνώστη μερικές σχετικές γνώσεις και στο τέλος μια συμβουλή, ένα ηθικό δίδαγμα. Ή τον άφινα να το βγάλη μόνος του από την ίδια τη ιστορία μου. Άλλοτε πάλι —και πολύ συχνά— απαντούσα σε μιαν απορία που μου διαβίβαζαν ή έδινα πληροφορίες που μου ζητούσαν ή έλεγα τη γνώμη μου για ζητήματα φιλολογικά, κοινωνικά, παιδαγωγικά, φιλοσοφικά, ζητήματα που άρχιζαν πια να ενδιαφέρουν και τους εφήβους. Αυτά εννοείται χωρίς να παραλείπω τα πιο επίκαιρα, τα καθαυτό χρονογραφικά —Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, Άνοιξη, Χειμώνα, Φθινόπωρο, Καλοκαίρι, 25 Μαρτίου και καθεξής— κι αυτά πάλι με τον ίδιο τρόπο και τον ίδιο σκοπό. Μιλούσα επίσης για την ζωή επιφανών ανθρώπων που πέθαιναν —ποιητών, καλλιτεχνών, επιστημόνων— ή για τα κοινωφελή έργα άλλων, ζωντανών… Και γενικά όπου έβρισκα ένα καλό παράδειγμα το παρουσίαζα».
Το χρονογράφημα αυτό της «Διαπλάσεως» […], αυτές οι αλησμόνητες «Αθηναϊκές Επιστολές» του Φαίδωνα, είχαν την τέχνη τους και το μυστικό τους. Η σκέψη του Ξενόπουλου ήταν απλή, ποτέ απλοϊκή, τετράγωνη αλλά και ζεστή, διατυπωμένη πάντα με αγάπη για το παιδί, με πειστικότητα, χωρίς ενοχλητικό διδακτισμό, χωρίς κανένα στόμφο και με απόλυτο σεβασμό προς τη νοημοσύνη του και την προσωπικότητά του. Η γλώσσα του (στην αρχή η καθαρεύουσα, κατόπιν η δημοτική) ήταν στρωτή και ελκυστική και το ύφος του απλό, ευχάριστο, αβίαστο. Η διάρθρωση εξάλλου του χρονογραφήματος αυτού ήταν αψεγάδιαστη. Δεν ήταν περιττή ούτε μια του λέξη. Σίγουρα τα χρονογραφήματα αυτά της «Διαπλάσεως», συγκαταλέγονται ανάμεσα στις καλύτερες σελίδες από τις χιλιάδες που έγραψε ο Ξενόπουλος.
Περιττό να τονίσουμε ότι το έξοχο αυτό χρονογράφημα της «Διαπλάσεως» είχε πιστούς αναγνώστες του, όχι μόνο τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους. Σε κάθε σπίτι όταν ερχόταν το φυλλάδιο του περιοδικού, διαβαζόταν πρώτη και καλύτερη η «Αθηναϊκή Επιστολή» του Φαίδωνα, όχι μόνο από τους μικρούς αλλά και από τον πατέρα, τη μητέρα και τα πιο μεγάλα παιδιά. Ο Ξενόπουλος μάλιστα, γράφει στην «Αυτοβιογραφία» του, ότι όταν έγινε ακαδημαϊκός τού είχε πει ο συνάδελφός του στην Ακαδημία Κ. Μαλτέζος: «Σε εψήφισα μόνο για τις «Αθηναϊκές» σου «Επιστολές», που τις διάβαζα με τα παιδιά μου».
[…]
Ε.Ν. Μόσχος, «Το χρονογράφημα της Διαπλάσεως», περ. Νέα Εστία, τχ. 1243 (1979) 514-516. Διατίθεται εδώ .