Χρονογράφημα

Κείμενο σύντομο, για να διαβάζεται πρόθυμα από τον μη λόγιο αναγνώστη του Τύπου, με θέμα ευχάριστο, αντλημένο συνήθως από την επικαιρότητα, και ύφος προσωπικό. Στην Ελλάδα αρκετοί από τους γνωστούς λογοτέχνες των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των πρώτων του 20ού διαπρέπουν στην ανάπτυξη του χρονογραφήματος: εκτός από τον Ι. Κονδυλάκη, τον πατέρα του είδους, ξεχωρίζουν οι Εμμ. Ροΐδης, Γρ. Ξενόπουλος, Δ. Χατζόπουλος ή Μποέμ, Μ. Μητσάκης, Κ. Παλαμάς, Αλ. Μωραΐτίδης, Κ. Βάρναλης, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από τους πιο σημαντικούς.

Έναν περιεκτικό ορισμό για το είδος αποδίδει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος:

Τούτο υπήρξεν έν εκ των μάλλον αναπτυχθέντων κατά το τέλος ιδία του ΙΘ΄ και το πρώτον τέταρτον του Κ΄ αιώνος ειδών του γραπτού λόγου. Ιστάμενον μεταξύ της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας, εμπνεόμενον από τα γεγονότα, από τα ζητήματα της αμέσου επικαιρότητας, λυρικόν χωρίς έξαρσιν, φιλοσοφικόν χωρίς ευρύτητα, ψυχογραφικόν χωρίς βάθος, παιγνιώδες και εύθραυστον προϊόν του γραπτού λόγου εξ αυτής ταύτης της φύσεώς του, ανήχθη ενίοτε εις έξοχον περιωπήν και απετέλεσεν εξαίρετον λογοτεχνικόν είδος. Το χρονογράφημα απεκρυστάλλωσεν εις μικράς αποσπασματικάς εικόνας, εις συντόμους σπινθιροβολούντας διαλόγους, τύπους και περιστατικά της καθημερινής ζωής, την νεοελληνικήν πραγματικότητα και τας απηχήσεις της ξένης πραγματικότητος· έκρινε τας ιδέας, τα πρόσωπα, και τα συστήματα· διείδεν απροσδοκήτους λύσεις εις πολυσχιδή προβλήματα· διεκωμώδησε προσπαθείας και τάσεις — έφερεν εν ενί λόγω μίαν μικράν, αλλά «φίλην» δόσιν της μεγάλης τέχνης εις την πεζότητα της καθημερινής ζωής και εις την άμεσον αίσθησιν του σπεύδοντος και τόσον συχνά επιπολαίου αναγνώστου.

Γλέζος 1962, 16

Ως προς τη θέση του χρονογραφήματος ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόψεις ποικίλλουν. Την παραπάνω τοποθέτηση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου εμπλουτίζει αυτή του Γρ. Ξενόπουλου, ο οποίος θεωρεί ότι το δημοσιογραφικό αυτό είδος στις μεγάλες στιγμές του πλησιάζει τη λογοτεχνία, απαντώντας μάλιστα στην κατηγορία του Σπ. Μελά που θεωρεί ότι δεν συνιστά ούτε δημοσιογραφία ούτε λογοτεχνία (Ξενόπουλος 1911· την άποψη του Μελά βλ. στο Μελάς 1911).

Η εμφάνιση του είδους χρονολογείται από το 1848, όταν ο Κωνσταντίνος Πωπ δημοσιεύει χρονογραφήματα στο περιοδικό Ευτέρπη , από το 1848, με το ψευδώνυμο «Γοργίας». Το παράδειγμά του ακολουθεί ο Ειρηναίος Ασώπιος στα περιοδικά Χρυσαλλίς και Αττικό Ημερολόγιο. Στον ημερήσιο πλέον Τύπο το χρονογράφημα καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες της καθημερινής δημοσίευσης, ήδη από την Εφημερίδα του Κορομηλά, όπου εμφανίζεται με τον τίτλο «Πινάκιδες» (Μάγιερ 1957, 131). Κερδίζει, ωστόσο, ιδιαίτερη ανάπτυξη στην εφημερίδα Εμπρός, όπου ο Ιωάννης Κονδυλάκης, με ψευδώνυμα όπως «Διαβάτης» και «Ι. Ακτήμων» δημοσίευσε επί 20 χρόνια πάνω από έξι χιλιάδες χρονογραφήματα.

Ένας «Διαβάτης» στους δρόμους της Αθήνας. Ο κρητικός Κονδυλάκης, αν και κάτοικος Αθηνών, μας προσφέρει την οπτική του περιηγητή, την οπτική του ταξιδιώτη. Ακόμα και τα ψευδώνυμά του ενισχύουν το προφίλ του αποστασιοποιημένου παρατηρητή, που παρατηρεί το αθηναϊκό περιβάλλον ως ένα είδος ανταποκριτή. Η διά της πόλεως πορεία συναντά την επαγγελματική flânerie. Περιφερόμενος στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, ο Διαβάτης, σφυγμομετρά τη ζωή στον δημόσιο χώρο και κερδίζει το ψωμί του ως ατομικός παρατηρητής καταγράφοντας την ψυχολογία των ανθρώπων, περιγράφοντας τα νέα ήθη, τις νέες συνήθειες, τους νέους τρόπους ψυχαγωγίας (τα θέατρα, τα τυχερά παιχνίδια, τα σπορ), χαζεύοντας τις βιτρίνες των εμπορικών καταστημάτων, τα νέα κτίρια. Τα δημοσιεύματά του, μια σειρά αναπαραστάσεις της κοινωνιολογικής, πολιτισμικής αλλά και της καθημερινής πραγματικότητας, αποτελούν αντικατοπτρισμό της αθηναϊκής ζωής και των αλλαγών που επιφέρει η αστικοποίηση. Περισυλλογή και περιπλάνηση στην πόλη: τα δύο συστατικά του flâneur. Ο Διάβατης «διαβάζει» το θέαμα της πόλης σαν βιβλίο, με την πρόσθετη ιδιότητα του δημοσιογράφου-ρεπόρτερ, αλλά και του μελλοντικού συγγραφέα των Άθλιων των Αθηνών.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα