Το επιφυλλιδικό μυθιστόρημα αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση της εντός του Τύπου λογοτεχνίας, της λογοτεχνίας δηλαδή που παράγεται προκειμένου να τροφοδοτήσει με υλικό δημοσίευσης τις εφημερίδες. Καινοφανής κατά τον 19ο αιώνα μορφή δημοσίευσης λογοτεχνικού κειμένου, επιβάλλει σταδιακά στους μυθιστοριογράφους νέους συγγραφικούς κανόνες: είναι πλέον σημαντική όχι μόνο η ικανότητα άμεσης παραγωγής και κατάθεσης στους αρχισυντάκτες των εφημερίδων του μυθιστορηματικού υλικού, αλλά και η προσαρμογή της γραφής, ώστε τα παραγόμενα κείμενα να κάνουν τους αναγνώστες να περιμένουν εναγωνίως τη συνέχεια του επόμενου φύλλου. Ο Π. Μουλλάς επισκοπεί τους όρους ανάπτυξης του επιφυλλιδικού μυθιστορήματος στη Γαλλία.
Αν υπάρχει μια καινοτομία πλούσια σε διδάγματα, είναι ασφαλώς το roman-feuilleton (επιφυλλιδικό ή μυθιστόρημα σε συνέχειες). Μολονότι δεν λείπουν κι εδώ τα πρόσωπα και τα κείμενα που προαναγγέλλουν το φαινόμενο από την αρχή του 19ου αιώνα, ουσιαστικός πρωτεργάτης μπορεί να θεωρηθεί ο πολυπράγμων επιχειρηματίας, δημοσιογράφος και εκδότης Émile de Girardin (1806-1881). Είναι ο άνθρωπος που, την 1η Ιουλίου 1836, την ίδια μέρα με τον ανταγωνιστή του Armand Dutacq, διευθυντή της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Ο Αιώνας, λανσάρει τη νέα του συντηρητική εφημερίδα Ο Τύπος, μειώνοντας εντυπωσιακά τις συνδρομές (οι εφημερίδες τότε κυκλοφορούσαν μόνο με συνδρομές) από 80 σε 40 φράγκα! Τί επιδιώκει με αυτό; Ασφαλώς την αύξηση του αγοραστικού κοινού. Και την επιτυγχάνει με δύο τρόπους: α) με τη δημοσίευση διαφημιστικών αγγελιών και β) με τη μετατροπή του «ισογείου» της πρώτης σελίδας (χώρου προορισμένου ώς τότε για άρθρα κριτικής) σε χώρο μυθιστορηματικών επιφυλλίδων. Κι εδώ δημοσιεύεται, πρώτο και πρωτοποριακό δείγμα επιφυλλιδικής πεζογραφίας, το μυθιστόρημα του Balzac Η γεροντοκόρη (12 συνέχειες, 23 Οκτωβρίου-4 Νοεμβρίου 1836).
Δικαιωμένοι τελικά, οι Girardin και Dutacq δημιουργούν ένα ζηλευτό προηγούμενο και αποδεικνύονται πρωτοπόροι, δεδομένου ότι, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, ο γαλλικός Τύπος ανοίγει με προθυμία τις στήλες του στο επιφυλλιδικό μυθιστόρημα. Μέσα σε δέκα χρόνια (1836-1846) τα πράγματα αλλάζουν εντυπωσιακά. Η εφημερίδα του Girardin περνάει από τις 10.000 στις 22.000 φύλλα. Οι συνδρομητές των εφημερίδων, από 70.000 σε όλη τη Γαλλία, φτάνουν στις 200.000 μόνο στο Παρίσι! Μια νέα εποχή αρχίζει: αυτή που φέρνει το μεγάλο και μη προνομιούχο κοινό σε μαζική επαφή με τον Τύπο και τα λαϊκά αναγνώσματά του.
Περιττό να υπογραμμισθεί εδώ η θεμελιώδης σημασία τέτοιων καινοτομιών. Το μήνυμα είναι το μέσο, έλεγε ο Marshal McLuhan. Αν ο τρόπος δημοσίευσης επηρεάζει άμεσα τη μορφή και την ουσία ενός κειμένου, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς τους περιορισμούς μιας αποσπασματικής και σταδιακής δημοσίευσης στην εφημερίδα: κατάτμηση και σχετική αυθυπαρξία κάθε επεισοδίου, διακοπή της δράσης σε ενδιαφέρον σημείο, προσαρμογή στις απαιτήσεις του χώρου, του κοινού, της επικαιρότητας κλπ.
Ότι τέτοιες καινοτομίες προκαλούν αντιδράσεις, είναι ευνόητο. Σε καιρούς όπου πολυάριθμοι λόγιοι και ποιητές, από τον William Blake και τους ρομαντικούς ώς τον Baudelaire, θεωρούν την εκβιομηχάνιση ως ζοφερή πνευματική απειλή, το επιφυλλιδικό μυθιστόρημα, βιομηχανοποιημένο προϊόν κερδοσκοπίας, έχει κάθε λόγο να αντιμετωπίζεται ως νοσηρό σύμπτωμα εκχυδαϊσμού. Τον Σεπτέμβριο του 1839, με το περίφημο άρθρο του «Για τη βιομηχανική λογοτεχνία», δημοσιευμένο στη Revue des Deux Mondes, ο Sainte-Beuve εκφράζει εύγλωττα την αγανάκτησή του: «Με αυτή τη μείωση της τιμής τους και την αύξηση του σχήματός τους οι εφημερίδες υποτάσσονται ολοένα και περισσότερο στη διαφήμιση· η οποία έχασε και το υπόλοιπο της ντροπής της, αν ποτέ είχε ντροπή». Κοντολογίς, κατά τον αρθρογράφο, τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο: «Κυρίως εδώ και δύο χρόνια δεν πουλιούνται πλέον βιβλία […] Τα αναγνωστήρια ελάχιστα αγοράζουν». Πολλοί αναγνώστες κόβουν από τις εφημερίδες τις μυθιστορηματικές συνέχειες και τις δένουν μόνοι τους σε τόμους. «Τα επιφυλλιδικά μυθιστορήματα έχουν πλημμυρίσει τον κόσμο».
Οπωσδήποτε, είναι προφανές ότι υπάρχουν τώρα δύο κατηγορίες μυθιστορημάτων (όπως, ενμέρει, και δύο κατηγορίες συγγραφέων και αναγνωστών), γεγονός που συνειδητοποιείται ολοένα και περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει αγνοηθεί ή ότι έχει μείνει ασχολίαστο πριν από την εμφάνιση του επιφυλλιδικού μυθιστορήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στο αυτοκριτικό του άρθρο του 1832 ο Stendhal δεν έχει παραλείψει να σημειώσει ότι τα μυθιστορήματα σε 12ο σχήμα, δηλαδή, τα μυθιστορήματα για καμαριέρες τα οποία αντιτίθενται στα μυθιστορήματα των σαλονιών, διαβάζονται στην επαρχία πολύ περισσότερο από το μυθιστόρημα σε 8ο σχήμα (όπως λ.χ. Το κόκκινο και το μαύρο) «των οποίων ο συγγραφέας επιδιώκει τη λογοτεχνική ποιότητα».
Παν. Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου. Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2007, σ. 28-31.