Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό είδος που θεμελιώνεται το 1965, όταν ο Truman Capote με το Εν ψυχρώ, μεταγράφει σε λογοτεχνία μια είδηση του αστυνομικού ρεπορτάζ: τη δολοφονία μιας τετραμελούς οικογένειας στο Κάνσας από δύο νεαρούς το 1959. «Θεώρησα ότι από τη δημοσιογραφία, το ρεπορτάζ, θα μπορούσε να προκύψει μια σοβαρή μορφή νέας τέχνης», αποφαίνεται ο συγγραφέας σχολιάζοντας το όνομα, «non fiction novel», που έχει προτείνει ο ίδιος, και τον υβριδικό χαρακτήρα του νέου είδους (Plimpton 1966). Ο Capote αναφέρεται κυρίως στο «λογοτεχνικό ρεπορτάζ», που έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του στην Αμερική και θα γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας του New Journalism. Πρόκειται για ένα είδος δημοσιογραφίας, προϊόν της ακμάζουσας νεανικής κουλτούρας της εποχής στην Αμερική, τα κείμενα της οποίας διαβάζονται σαν μυθιστορήματα, ενσωματώνουν λογοτεχνικές τεχνικές και διασταυρώνονται με την αλήθεια των αναφερθέντων γεγονότων. Τον όρο εισηγείται ο Tom Wolfe σε μια ανθολογία-μανιφέστο του νέου είδους: The New Journalism (1973). Ανάμεσα στους βασικούς εκφραστές της νέας τάσης, έκτος από τους Wolfe και Capote, ξεχωρίζουν οι Hunter S. Thompson, Joan Didion και Norman Mailer.
Στην Ελλάδα, πολύ κοντά στην έκδοση του Εν ψυχρώ, ο Βασίλης Βασιλικός εκδίδει το Ζ (1966) και δηλώνει:
Στηρίχθηκα πάνω στο πλούσιο προανακριτικό υλικό, στα ρεπορτάζ των εφημερίδων, αλλά δεν μπορούσα να γράψω το βιβλίο. Εκείνη την εποχή κυκλοφόρησε το Εν ψυχρώ του Καπότε. Το ρούφηξα στα αγγλικά, μου άνοιξε νέους αφηγηματικούς δρόμους.
Η λογοτεχνική μεταγραφή των γεγονότων της δολοφονίας Λαμπράκη που επιχειρεί ο Βασιλικός, παρακολουθεί λοιπόν τη σύγχρονή του τάση της αμερικανικής πεζογραφίας, παρόλο που η πολιτικά κρισιμότατη συγκυρία στην Ελλάδα της εποχής επιβάλλει ασφαλώς στον Βασιλικό τη χρήση ψευδωνύμων για τους ήρωές του. Η έκδοση του βιβλίου θεωρήθηκε αφετηριακή της «έλευσης του non fiction στην Ελλάδα» (Κωστόπουλος 2011).
Η απονομή του βραβείου Νόμπελ της λογοτεχνίας για το 2015 σε μια δημοσιογράφο-λογοτέχνη, τη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς , σηματοδοτεί μια ιδιαίτερη επικύρωση του είδους λογοτεχνίας που υπηρετεί η λευκορωσίδα συγγραφέας. Τα βιβλία της Αλεξίεβιτς, βιβλία-μαρτυρίες για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον δεκαετή άγνωστο πόλεμο των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, για το πυρηνικό ατύχημα του 1986 στο Τσερνόμπιλ, για τις αυτοκτονίες που σημειώθηκαν στην πρώην ΕΣΣΔ μετά την πτώση του κομμουνισμού στηρίζονται σε εντατική δημοσιογραφική έρευνα.
[…] η Αλεξίεβιτς πατάει γερά πάνω σε μια συγκεκριμένη λογοτεχνική παράδοση που έχει τις ρίζες της πολύ πίσω στην ευρωπαϊκή γραμματολογία, τον Ντάνιελ Ντεφόε — για να μη φτάσουμε στον «πρώτο ρεπόρτερ της Ιστορίας», τον Ηρόδοτο. Και σίγουρα, η Αλεξίεβιτς πατάει στην αμερικανική παράδοση των μεγάλων ρεπορτάζ που ονομάζονται non-fiction novels, έτσι όπως εξελίχθηκαν την εποχή της περίφημης «Νέας Δημοσιογραφίας», με τον Γκέι Ταλέζε, τον Νόρμαν Μέιλερ, τον Τομ Γουλφ, την Τζόαν Ντίντιον, τον Τρούμαν Καπότε κ.ά.