Κάθε μια από τις οπτικές που παρουσιάζουμε, περιορίζεται από το γεγονός ότι φωτίζει μόνο μια ειδική όψη της σχέσης κειμένου-αναγνώστη στην αναγνωστική διαδικασία. Ταυτόχρονα, όλες εστιάζουν στο πώς οι αναγνώστες δημιουργούν νόημα. Όπως ομολογεί ο δομιστής αφηγηματολόγος Wallace Martin,
Ακόμα και για τους φορμαλιστές κριτικούς ο αντικειμενικός στόχος της ανάγνωσης είναι η εμπειρία και η κατανόηση, και για την επίτευξη αυτού του στόχου η ανάλυση της κατασκευής σε μέρη δεν προχωρεί ανεξάρτητα από τις πράξεις και τα συμβάντα που συναντά ο αναγνώστης αλλά και τη σταδιακή σύλληψη από αυτόν του θέματος που αυτά αναπαριστούν.
Με δεδομένες, βέβαια, τις παραδοχές αλλά και τις μεροληψίες τους, η καθεμιά από τις θεωρίες συλλαμβάνει το νόημα με αρκετά διαφορετικούς όρους. Ενώ, δηλαδή, ένας κειμενικός θεωρητικός συνδέει τη δημιουργία νοήματος με την ενεργοποίηση των γνώσεων για τις κειμενικές συμβάσεις, ένας κοινωνικός θεωρητικός θεωρεί ότι το νόημα παράγεται από τις κοινωνικές δυναμικές, δηλαδή από τις ανταποκρίσεις που συμμερίζονται οι πολλοί.
Ταυτόχρονα, ενώ οι πέντε θεωρητικές οπτικές θεμελιώνονται σε διαφορετικές παραδοχές σχετικά με το νόημα, τελικά τέμνονται και επικαλύπτονται. Η κειμενική γνώση ή/και η εμπειρία, λ.χ., του αναγνώστη ενσωματώνονται σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια. Στην αλληλεπιδρασιακή του σχέση με το κείμενο, που καταλήγει στην απόδοση σε αυτό ενός νοήματος, ο αναγνώστης ενεργοποιεί τα βιώματα και τον ψυχισμό του, αλλά καταφεύγει και στα «ρεπερτόρια της συλλογικής μνήμης» (Culler 1992, 415), όπου αποθηκεύονται σύμβολα, μύθοι και αφηγηματικά σενάρια, τα οποία επικαθορίζουν κάθε κοινωνικο-πολιτισμικό συγκείμενο, θεωρώντας ως τέτοιο και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, είτε το κατανοεί είτε όχι, ο αναγνώστης οικοδομεί το νόημα, αναδομώντας το αρχικό κείμενο: θέτει δηλαδή σε αλληλεπίδραση τους «πολιτισμικούς κώδικες» ή «συμβάσεις», τα οποία φέρει το κείμενο, με τους κώδικες ή συμβάσεις που φέρει ο ίδιος ως ατομικό αλλά και κοινωνικο-πολιτισμικό υποκείμενο (Otten 2000· Culler 1992). Η επόμενη απλή υπόθεση είναι ότι σε μια λογοτεχνική εκπαίδευση που δίνει έμφαση στη διαδικασία, η πλευρά αυτή της λογοτεχνικής γνώσης είναι όχι βέβαια επαρκής, αλλά αναγκαίος όρος.