Η πρώτη θεωρία που ανέδειξε την αλληλεπίδραση κειμένου-αναγνώστη ήταν η Θεωρία της Αναγνωστικής/Αισθητικής Ανταπόκρισης (Theory of Aesthetic Response) του Wolfgang Iser, συνιδρυτή —μαζί με τον H.R. Jauß— της Σχολής της Κωνσταντίας, με την οποία εγκαινιάζονται οι λεγόμενες «αναγνωστικές θεωρίες». Ο Iser διερευνά όχι το «τί λέει το κείμενο» αλλά το «πώς διαβάζουμε», μετατοπίζοντας έτσι το κέντρο βάρους από το κείμενο στην «πράξη της ανάγνωσης»:
Η θεωρία της πρόσληψης ήταν μία αντίδραση σε ό,τι φαινόταν να αποτελεί αδιέξοδο για τις λογοτεχνικές σπουδές. Ύψιστης σημασίας για αυτή τη θεωρία ήταν η επίδραση που ασκεί στους αναγνώστες ένα λογοτεχνικό κείμενο και οι ανταποκρίσεις που προκαλεί. Αντί να ρωτήσω «τί θέλει να πει το κείμενο», ρώτησα «τί κάνει στους δυνάμει αναγνώστες του» […] τί συμβαίνει, δηλαδή, στο κείμενο κατά την ανάγνωση.
Με τον Iser το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής θεωρίας περνά από το «μήνυμα» στις «αισθητικές διαδικασίες», με την έννοια ότι το κείμενο κινητοποιεί την εμπειρία και τη φαντασία του αναγνώστη. Ο Iser αντιλαμβάνεται τα κείμενα ως «σκελετούς», δομές δηλαδή, που φέρουν εγγενώς το χαρακτηριστικό της «απροσδιοριστίας», με την οποία απευθύνονται στον αναγνώστη, καλώντας τον να επικοινωνήσει και να συμπληρώσει «κενά» ή «σιωπές». Τέτοια, λ.χ., στοιχεία είναι οι συντακτικές ανωμαλίες, οι τεχνικές του μοντάζ στην ακολουθία των γεγονότων (λ.χ., η αφαίρεση ή η αναβολή), τα σχόλια του αφηγητή, η υπερβολή στις περιγραφές και οι τεχνικές της «ανοικείωσης», οι οποίες δημιουργούν την αίσθηση της απόστασης ανάμεσα στη λογοτεχνική και την καθημερινή γλώσσα (Iser 1970, στο Κάλφας 1993, 14). Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια από αυτά τα στοιχεία φανερώνουν την έντονη επιρροή που άσκησαν στη θεωρία του Iser οι προηγούμενες θεωρήσεις και κυρίως ο δομισμός, αλλά και καταδεικνύουν και τη ρευστότητα των ορίων ανάμεσα στις ποικίλες αναγνωσιοκεντρικές οπτικές.
Η θεωρία του Iser επιφυλάσσει, με αυτόν τον τρόπο, στον αναγνώστη έναν ρόλο συν-δημιουργού των κειμένων, που συνίσταται στη συμπλήρωσή τους και την παραγωγή του νοήματός τους. Αυτή η ανταπόκριση καθιστά το κείμενο λογοτεχνικό έργο. Η διαδικασία που ακολουθεί ο αναγνώστης παρομοιάζεται με ορειβατική διαδρομή: κάθε πρόταση του κειμένου τού δημιουργεί προσδοκίες και ό,τι ακολουθεί τις επιβεβαιώνει ή τις τροποποιεί. Παρόλα αυτά, τα κενά δεν μπορούν να συμπληρωθούν αυθαίρετα αλλά εντός κάποιων ερμηνευτικών ορίων, τα οποία καθορίζονται στο κείμενο από τον συγγραφέα (Iser 1972, 285). Βασική προϋπόθεση για μια «επιτυχή» συμπλήρωση και ανάγνωση του κειμένου παραμένει η διατήρηση της συνοχής σε επίπεδο μορφής και η συνεκτικότητα σε επίπεδο περιεχομένου. Για αυτόν τον λόγο, και το βλέμμα του αναγνώστη, η προοπτική με την οποία διαβάζει το κείμενο, δεν είναι αναγκαστικά σταθερή, αλλά τροποποιείται κατά την αναγνωστική διαδρομή βάσει των «οδηγιών» που παρέχει ο συγγραφέας μέσω των στοιχείων του κειμένου ή αλλιώς κειμενικών δεικτών/δομών. Για να προβάλει τον ρόλο των κειμενικών δομών κατά την αναγνωστική διαδικασία, ο Iser εισάγει την έννοια του «λανθάνοντα αναγνώστη» (implied reader) ως εξής:
[Ο λανθάνων αναγνώστης] ενσωματώνει όλες τις προδιαθέσεις που είναι απαραίτητες ώστε ένα λογοτεχνικό έργο να ασκήσει την επίδρασή του — προδιαθέσεις που καθορίζονται όχι από μια εμπειρική εξωτερική πραγματικότητα αλλά από το ίδιο το κείμενο. Κατά συνέπεια, ο λανθάνων αναγνώστης ως έννοια έχει τις ρίζες του στενά συνυφασμένες με τη δομή του κειμένου· είναι μία κατασκευή και σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με κανέναν πραγματικό αναγνώστη.
Η καινοτομία του Iser σε σχέση με την έννοια της δομής είναι ότι αυτή νοείται ως μια κοινή περιοχή συνάντησης κειμένου και αναγνώστη, γνωστή ως «ρεπερτόριο» (repertoire) του κειμένου, που περιλαμβάνει ό,τι παραδοσιακά περιείχαν οι έννοιες της «μορφής» και «περιεχομένου», με μια σαφή μετατόπιση προς την πλευρά του αναγνώστη. Στην έννοια του ρεπερτορίου, δηλαδή, προβάλλονται οι κοινωνικοί, ιστορικοί και πολιτισμικοί προσδιορισμοί της ταυτότητας του πραγματικού αναγνώστη, καθώς αυτός νοείται ως μέτοχος μιας κουλτούρας εντός της οποίας επικοινωνεί με το κείμενο, και όχι ως «tabula rasa» (Das 2014).
Η «εικόνα του έναστρου ουρανού» που, επίσης, χρησιμοποιεί ο Iser για τα κείμενα, στην οποία κάθε θεατής/αναγνώστης μπορεί να συνδέσει με τον δικό του τρόπο τα αστέρια/στοιχεία του κειμένου, είναι αποκαλυπτική για το ότι διαφορετικοί αναγνώστες είναι πιθανό να συγκροτήσουν με τη φαντασία τους το κείμενο διαφορετικά. Από την πλευρά του αναγνώστη, συνθήκη και αποτέλεσμα της αναγνωστικής διαδικασίας είναι να τροποποιηθεί μερικώς και η προσωπικότητά του, και έτσι δυνητικά η εμπλοκή με το λογοτεχνικό κείμενο να αποβεί μέσο αυτογνωσίας. Για παράδειγμα, σε μια ιστορία με απρόσμενο τέλος, οι αναγνώστες έχουν συγκροτήσει ήδη, πριν φτάσουν σε αυτό, τις δικές τους προσδοκίες, οι οποίες, εάν αναγνωστούν κριτικά, είναι αποκαλυπτικές των αισθητικών τους κριτηρίων αλλά και των ιδεολογικών τους προτιμήσεων. Κατά τον Iser, αυτή η εμπειρία ανατρέπει τη διάσταση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της ανάγνωσης, «η οποία λαμβάνει χώρα εντός του αναγνώστη: κατά την πράξη της ανάγνωσης, το κείμενο γίνεται ζωντανό υποκείμενο εντός του αναγνώστη» (Iser 1972, 298). Από την άλλη, αναγνωρίζεται στα λογοτεχνικά κείμενα η δυνατότητα να εγγράφουν και με αυτόν τον τρόπο να επιτρέπουν στους αναγνώστες τους να «ξεσκεπάζουν» τα υπάρχοντα συστήματα σκέψης, να ξανα-διαβάζουν δηλαδή σε αυτά όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και τον κόσμο (Iser 1978, 72). Το κείμενο, λ.χ., Ποιος γνωρίζει ποιον του B. Brecht, που περιέχεται στο βιβλίο Ιστορίες του κ. Κόυνερ, αν διαβαστεί χωρίς το τελικό ανατρεπτικό σχόλιο του κ. Κόυνερ, είναι κατάλληλο για να προκαλέσει πολλαπλές ανταποκρίσεις και να αποκαλύψει στους αναγνώστες «τον συμβατικό τρόπο με τον οποίο βλέπουν πολλοί τις ανθρώπινες σχέσεις γενικά και τον γάμο ειδικότερα» (Κάλφας 1993, 40-46).
Συνοψίζοντας τη θεωρητική γραμμή που εισάγει ο Iser, μπορούμε να πούμε ότι επιχειρεί να συνδυάσει την κειμενικότητα με την υποκειμενικότητα, ώστε να αποκλείσει την ερμηνευτική αυθαιρεσία χωρίς να αποκλείει την ελευθερία των πολλαπλών αναγνώσεων. Από την άλλη, μολονότι ο Iser δεν αποκλείει ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να επικαθορίζουν την αναγνωστική διαδικασία, υποτάσσει αυτούς τους παράγοντες στην αναλυτική εξέταση του «μικρόκοσμου της ανταπόκρισης» (Shi 2013, 1). Τέλος, η θεωρία της αισθητικής ανταπόκρισης με την εστίασή της σε αυτά που συμβαίνουν στο μυαλό του αναγνώστη κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης, συνδέεται με πρόσφατες εξελίξεις στις θεωρίες λογοτεχνίας του 21ου αιώνα, όπως η Γνωσιακή Ποιητική (Cognitive Poetics/Criticism), η οποία εστιάζει όχι στο περιεχόμενο του έργου, αλλά στις γνωσιακές διαδικασίες που αναδύονται, καθώς ο αναγνώστης αποκωδικοποιεί το περιεχόμενό του (Barry 2013· Shi 2013).