Ο Καιόμενος

Σινόπουλος Τάκης

Το ποίημα δημοσιεύτηκε στη συλλογή Μεταίχμιο Β΄, η οποία εκδόθηκε στα 1957. Στο κείμενο του Σινόπουλου, συχνά οι αναγνώστες αποκαλύπτουν στοιχεία του ψυχισμού τους μέσα από επιλεκτικές ταυτίσεις: είτε με τον Καιόμενο (μοναχικός δρόμος, υψηλά ιδανικά, αυτοθυσία) είτε με τον Ποιητή (εσωτερικές συγκρούσεις, αναστολές). Τέτοιες αναγνώσεις επιβεβαιώνουν εν μέρει την παρατήρηση του Holland (1975), από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους της «ψυχολογίζουσας» τάσης, ότι ο αναγνώστης ανασυνθέτει το κείμενο, επιχειρώντας ελεύθερους συνδυασμούς που αντανακλούν τους φόβους και τις επιθυμίες του ή, αλλιώς, την «ταυτότητά» του. Παράλληλα, το συγκεκριμένο κείμενο ανήκει σε αυτά που οδηγούν τον αναγνώστη να ανακατασκευάζει την αντίληψή του για τον ποιητή (πνευματικό άνθρωπο/διανοούμενο) μέσα στον ιστορικό χρόνο αλλά και στο βιωματικό του σύμπαν (Jauß 1975· Rosenblatt 1960). Σε ποια από τις όψεις της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας ανταποκρίνεται ο κάθε αναγνώστης; Στην έλξη του από το «υψηλό»; Στον δισταγμό και την αμφιβολία; Ή στην αναγκαστική τους συνύπαρξη; Και ποιες είναι οι κοινωνικές δυναμικές και οι πολιτισμικές πρακτικές που ενεργοποιούν τη μια ή την άλλη ανταπόκριση;

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 107.

Λογοτεχνικά κείμενα
Κριτικά κείμενα