Οι πρώτες απόπειρες διερεύνησης της συμπεριφοράς του αναγνώστη ήταν κειμενοκεντρικές: εστίασαν —συχνά με απόλυτο τρόπο— στο πώς ο αναγνώστης αξιοποιεί και αναπτύσσει τις γνώσεις του σχετικά με τα κοινά χαρακτηριστικά των κειμένων —τις «συμβάσεις» ή «κώδικες»— ώστε να ανταποκριθεί στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κειμένου που διαβάζει. Για παράδειγμα, όταν ένας αναγνώστης διαβάζει ένα διήγημα μυστηρίου, επιστρατεύει τις γνώσεις του για τις συμβάσεις του είδους (λ.χ., συντομία, αφαίρεση, γρήγορη και πυκνή δράση, ανατροπές, κορύφωση και αναπάντεχο τέλος), προκειμένου να παρακολουθήσει την ιστορία, να προβλέψει τη συνέχεια ή το τέλος της και γενικότερα να διαχειριστεί κατάλληλα την αναγνωστική του διαδρομή. Οι αναγνωστικές πρακτικές που ακολουθεί, είναι ανάλογες με αυτές που επιστρατεύει όταν καταστρώνει ένα σχέδιο:
Όταν ο άνθρωπος στην καθημερινή του πρακτική συλλαμβάνει ένα πρόγραμμα δράσης, διερευνά νοητά τις πιθανές εξελίξεις μιας κατάστασης, σκέφτεται την πορεία μιας ανειλημμένης δράσης, επαναφέρει στη μνήμη του τις φάσεις περασμένων γεγονότων, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αφηγείται στον εαυτό του τις βασικότερες από τις εξιστορήσεις που μπορούμε να συλλάβουμε.
Ο πρώτος που εστίασε στη σχέση κειμένου-αναγνώστη είναι ο Richards, εισηγητής ενός αναγνωστικού προτύπου, το οποίο κατά τις δεκαετίες 1930-1970 κυριάρχησε στη Βρετανία ως «πρακτική κριτική» και στην Αμερική ως «Νέα Κριτική». Στο έργο του Principles of Literary Criticism (1924) εντοπίζεται η ιδιαίτερη ενασχόληση του Richards με τη σχέση κειμένου-αναγνώστη, στην οποία νεότεροι μελετητές εντόπισαν τα πρώτα ίχνη της θεωρίας της αναγνωστικής ανταπόκρισης (reader-oriented criticism) (Freund 1987, 25-26). Ο Richards ξεκινά από τις βασικές θέσεις ότι η ποίηση είναι το μέσον για να υπερβούμε το χάος και ότι οι προτάσεις της ποίησης δεν είναι προτάσεις με κάποια αντικειμενική ηθική οντότητα· ούτε είναι αντιπροσωπευτικές των πεποιθήσεων ή της προσωπικότητας του δημιουργού τους· είναι μόνο σύνολα λέξεων, τα οποία μας επηρεάζουν με συγκεκριμένους τρόπους, προκαλώντας τις ευαισθησίες μας να αναδιοργανώνονται και τις στάσεις μας να μετακινούνται (Freund 1987, 23). Οι προτάσεις της ποίησης
δεν μεσιτεύουν για τη γνώση, και η αξία τους δεν μετριέται με κριτήρια επαλήθευσης ή συμμόρφωσης προς τα εμπειρικά γεγονότα αλλά από τα ψυχολογικά, θεραπευτικά και πολιτισμικά τους αποτελέσματα.
Αυτό που μπορούμε να «μάθουμε» σε σχέση με τις προτάσεις αυτές, είναι να αναγνωρίζουμε τους τρόπους με τους οποίους μας προκαλούν τις συγκεκριμένες αισθητικές αντιδράσεις: τους τρόπους με τους οποίους μας συγκινούν ή μας βυθίζουν στην αγωνία. Ο Richards, λοιπόν, ξεκινά από την παραδοχή ότι σε μια διαδικασία ανάγνωσης, ανάμεσα στο γλωσσικό σημείο και το σημαινόμενο μεσολαβεί η ψυχολογική αντίδραση του αναγνώστη· και καταλήγει στη διαπίστωση ότι η ποίηση θα «σώσει» τον αναγνώστη, αν ο τελευταίος μάθει να αναγνωρίζει τις ανταποκρίσεις του και, έτσι, ανεβάσει το επίπεδό τους.
Οι τεχνικές, τις οποίες κληροδότησε η θεωρία του Richards στο αναγνωστικό κοινό αλλά και στην εκπαίδευση, είναι η «πρακτική κριτική» (practical criticism) και η «ενδελεχής/εκ του σύνεγγυς ανάγνωση» (close reading): ο «καλός» αναγνώστης οφείλει να επικεντρώνει την προσοχή του στα κείμενα, να ασχολείται αποκλειστικά, επίμονα και εξαντλητικά με τις «λέξεις πάνω στη σελίδα», χωρίς να καταφεύγει σε στοιχεία του πλαισίου παραγωγής τους. Ιδιαίτερο εκπαιδευτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, όμως, η σύλληψη του Richards για τη μελέτη των συγκινησιακών επιπτώσεων του ποιήματος στον αναγνώστη. Το να καλείται, λ.χ., ο μαθητής να διερευνήσει με ποιους τρόπους μπορεί ο Παπαδιαμάντης να του προκαλεί δέος, δεν βαθαίνει μόνο τη λογοτεχνική του παιδεία· του παρέχει τα πρώτα του δικαιώματα ως αναγνώστη να βάλει τον εαυτό του στη διά-δραση με το κείμενο· να γίνει πιο διεισδυτικός στη διερεύνηση του κειμένου όσο και του εαυτού του (Φρυδάκη 2003, 125).