Ο έφηβος ήρωας του Φύλακα στη σίκαλη (1951), Holden Caulfield, κλεισμένος σε ένα μέρος, στο οποίο, όπως μας αποκαλύπτει εξαρχής, «με φέρανε για να καλμάρω», αφηγείται το άμεσο παρελθόν του, όταν αποβάλλεται από το σχολείο του και περιπλανάται για λίγες μέρες —μέχρι την έναρξη των διακοπών των Χριστουγέννων— μόνος στη Νέα Υόρκη, πριν επιστρέψει στο σπίτι του. Στη μικρή αυτή «oδύσσεια» ο ήρωας συναντιέται με μια σειρά από πρόσωπα και ξεδιπλώνει τη σκέψη και τα συναισθήματά του για έναν κόσμο που του είναι σχεδόν άγνωστος —τον κόσμο των μεγάλων— και, ωστόσο, του προκαλεί αντιπάθεια, οδηγώντας τον μέσα από διαδοχικές πικρές διαψεύσεις στον κυνισμό. Στο επιλεγμένο απόσπασμα ο ήρωας συζητά με την αδελφή του, τη Φοίβη, και εξηγεί για ποιο λόγο θέλει να γίνει ο «φύλακας στη σίκαλη».
«Πάψε να βρίζεις. Καλά, πες τίποτ’ άλλο. Πες κάτι που θα σ’ άρεσε να είσαι. Ας πούμε φυσικός. Ή δικηγόρος. Ή κάτι».
«Εγώ δε μπορώ να γίνω φυσικός. Είμαι αδύνατος στη φυσική».
«Καλά, τότε δικηγόρος — σαν το μπαμπά, ας πούμε».
«Καλοί είναι οι δικηγόροι, δε λέω — αλλά δε μου πάει», της κάνω. «Θέλω να πω, οι δικηγόροι είναι εντάξει άμα τρέχουνε και γλιτώνουνε τις ζωές των αθώων όλη την ώρα, και τέτοια, αλλά αυτά δεν τα κάνεις άμα είσαι δικηγόρος. Το μόνο που κάνεις είναι να βγάζεις ένα κάρο λεφτά, και να παίζεις γκολφ, και να παίζεις μπριτζ, και ν’ αγοράζεις αυτοκίνητα, και να πίνεις μαρτίνι, και να κάνεις τον καμπόσο. Κι έπειτα, ακόμα και νά ’τρεχες να γλίτωνες τους άλλους και τα ρέστα, πώς θά ’ξερες ότι το κάνεις επειδή θέλεις στ’ αλήθεια να τους σώσεις τη ζωή, ή το κάνεις επειδή στην πραγματικότητα αυτό που θέλεις, είναι να γίνεις τρομερός δικηγόρος, κι όλοι να σε χτυπάνε στην πλάτη και να σου δίνουνε συγχαρητήρια στο δικαστήριο, άμα τελειώνει η κωλοδίκη, οι δημοσιογράφοι και τα ρέστα να πούμε, έτσι όπως γίνεται στο κωλοσινεμά; Πώς το ξέρεις ότι δεν είσαι κάλπης; Το πρόβλημα είναι πως δε θα το ξέρεις».
Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως το Φοιβάκι καταλάβαινε τί διάολο της έλεγα. Θέλω να πω, στο κάτω κάτω είναι μονάχα πιτσιρίκι, να πούμε. Αλλά τουλάχιστο μ’ άκουγε. Έστω και να σ’ ακούει κάποιος, δεν είναι και τόσο άσκημα.
«Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει. Θα σε σκοτώσει», μου λέει.
Δεν την άκουγα όμως. Σκεφτόμουνα κάτι άλλο — κάτι τρελό. «Ξέρεις τί θά ’θελα νά ’μαι;» της λέω. «Ξέρεις τί θά ’θελα νά ’μαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε;»
«Τί; Μη βρίζεις».
«Ξέρεις εκείνο το τραγούδι που λέει, <Όταν πιάνεις κάποιον πού ’ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη;> Θά ’θελα —»
«Δε λέει έτσι. Λέει, <Όταν ανταμώνεις κάποιον πού ’ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη>», μου κάνει το Φοιβάκι. «Είναι ποίημα. Του Ρόμπερτ Μπερνς».
«Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς».
Πάντως είχε δίκιο. Έτσι λέει: «Όταν ανταμώνεις κάποιον πού ’ρχεται μέσ’ απ’ τη σίκαλη». Δεν τό ’ξερα όμως τότε.
«Νόμιζα πως ήτανε: <Όταν πιάνεις κάποιον>», της λέω. «Τέλος πάντων, νά, φαντάζομαι όλα κείνα τα πιτσιρίκια να παίζουνε ένα παιχνίδι σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο και τα ρέστα. Χιλιάδες πιτσιρίκια, και δεν είναι κανένας εκεί —θέλω να πω, κανένας μεγάλος— εκτός από μένα. Και γω στέκομαι φύλακας, στο χείλος ενός τρελογκρεμού. Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουνε να πέσουνε στο γκρεμό — θέλω να πω, άμα τρέχουνε και δε βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θά ’μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράμα που θά ’θελα νά ’μαι στ’ αλήθεια. Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα».
Το Φοιβάκι δεν είπε τίποτα για κάμποση ώρα. Μετά, όταν είπε κάτι, το μόνο που είπε ήτανε, «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει».
J.D. Salinger, Ο φύλακας στη σίκαλη, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, Επίκουρος, Αθήνα 1978, σ. 207-209.