Η κυρίαρχη/προνομιακή θέση που απολαμβάνει σήμερα ο αναγνώστης της λογοτεχνίας στη διαδικασία της ανάγνωσης δεν είναι ούτε διαχρονική ούτε αυτονόητη: πρόκειται για μια εξέλιξη μόλις του β΄ μισού του 20ού αιώνα, η οποία αφορά την τέχνη στο σύνολό της και η οποία είχε (ή, τουλάχιστον, αναμενόταν να έχει) αισθητές συνέπειες για τη μελέτη και τη διδασκαλία της λογοτεχνίας και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζεται αλλά και γράφεται η λογοτεχνία στις μέρες μας. Μέχρι τη δεκαετία του ’60 ήταν εδραιωμένη η αντίληψη ότι η ανάγνωση της λογοτεχνίας ήταν ένα είδος μονόδρομης επικοινωνίας, με την έννοια ότι ο πομπός/συγγραφέας ήταν αυτός που μετέδιδε στον δέκτη/αναγνώστη ένα «μήνυμα». Όπως χαρακτηριστικά αφηγείται η Rosenblatt,
Λέμε ότι ο συγγραφέας επικοινωνεί με τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης θεωρείται ότι προσεγγίζει το κείμενο σαν ένα κενό φωτογραφικό φιλμ που προσδοκά την έκθεση [στο φως].
Το «μήνυμα» ήταν αντιληπτό ως κάτι που προσλαμβάνεται από τον αναγνώστη μέσω των αισθήσεών του και βιώνεται άμεσα, προκαλώντας «εντυπώσεις», αφήνοντας δηλαδή ίχνη στην προσωπικότητά του και συντελώντας στην ηθικοποίησή του (Barry 2013, 55). Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο βασικός εκπρόσωπος της θεώρησης αυτής W. Booth,
ανεξάρτητα από τις πραγματικές μου πεποιθήσεις και πρακτικές πρέπει να υποτάξω το νου και την καρδιά μου στο βιβλίο, αν θέλω να το απολαύσω απόλυτα.
Η εκδοχή αυτή της αναγνωστικής διαδικασίας ονομάστηκε «ρητορική» (Suleiman & Grosman 1980) γιατί, όπως ακριβώς και η αρχαία ρητορική, αντιμετωπίζει τον αναγνώστη/ακροατή ως παθητικό δέκτη και εστιάζει στα αποτελέσματα που μπορεί το λογοτεχνικό κείμενο να του προκαλέσει μέσω της γλώσσας, η οποία ασκεί καταλυτικά εξουσιαστική επίδραση. Η άποψη αυτή ανάγει φανερά την καταγωγή της στην κλασική αρχαιότητα: βάσει του ορισμού του Αριστοτέλη για την τραγωδία, η λογοτεχνία θεωρήθηκε μέχρι και τον 19ο αιώνα ως «μίμηση σπουδαίων πράξεων» και ως αναπαράσταση του κόσμου. Στη συνέχεια, υπό την επίδραση της κλασικής φιλολογίας μέσα σε κλίμα ανόδου του θετικισμού, η ανάγνωση θεωρήθηκε ότι κινητοποιεί τον αναγνώστη σε ένα είδος διερεύνησης με σκοπό να «εξηγήσει» (eklären) αιτιοκρατικά το κείμενο βάσει της εξωτερικής πραγματικότητας μέσα στην οποία γράφτηκε, δηλαδή των εξω-κειμενικών συμφραζομένων του (βιογραφικών, ιστορικών, καλλιτεχνικών). Επιπλέον, την ίδια εποχή, το κίνημα του ρομαντισμού μετατόπισε το ενδιαφέρον της αναγνωστικής διαδικασίας από τα γενικότερα συμφραζόμενα του κειμένου στην προσωπικότητα/ψυχισμό του συγγραφέα (Abrams 1991, 58· Βελουδής 1994, 65-66). Ο ρόλος του αναγνώστη ήταν να αποκαλύψει και να ταυτιστεί με το βίωμα εκείνο, το οποίο υπαγόρευσε τη λογοτεχνική δημιουργία: αυτό το «βίωμα» ήταν αντιληπτό ως μεγάλη αξία ή αλήθεια αποτυπωμένη στο κείμενο και υπήρχε η προσδοκία ότι ο αναγνώστης θα το προσέγγιζε με τη βοήθεια των στοιχείων του κειμένου που θα προσελάμβαναν οι αισθήσεις του (Dilthey 1924). Από τη δεύτερη αυτή θεώρηση προκύπτει η έννοια του «μοναδικού κρυμμένου (αρχικού) νοήματος» ή, αλλιώς, της «πρόθεσης» του συγγραφέα, την οποία διαισθητικά αποκαλύπτει ο αναγνώστης προκειμένου να συγκροτήσει την ταυτότητά του ατομική και εθνική.
Η αντίληψη του αναγνώστη ως παθητικού δέκτη κατά τη λογοτεχνική επικοινωνία άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην εκπαίδευση, καθώς κατασκεύασε ένα είδος αναγνωστών-μαθητών, οι οποίοι «[…] διαβάζουν σχετικά με τη λογοτεχνία παρά διαβάζουν λογοτεχνία […]», «δεν μπορούν να δουν πώς τα λογοτεχνικά κείμενα συνεισφέρουν στην κατασκευή της πραγματικότητας μέσω ιδεολογικών αναπαραστάσεων […]» ή «να συγκροτήσουν μία κριτική κατανόηση για τον κόσμο εκτός της σχολικής τάξης» (Yaqoob 2011, 512).
Και αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, διότι οι αναγνωστικές συνήθειες που καθιερώνονται μέσα από τη σχολική διδασκαλία των λογοτεχνικών κειμένων επεκτείνονται στις ενήλικες ιδιωτικές αναγνώσεις κάθε τύπου κειμένου. Είτε διαβάζει κανείς λογοτεχνία είτε διαβάζει δελτία ειδήσεων, μπορεί να το κάνει ενεργητικά ή παθητικά· μπορεί να ανταποκρίνεται στα κείμενα, προκειμένου να επιβεβαιώσει τις απόψεις του ή να τις αμφισβητήσει (Beach 1993).