Μέχρι τη δεκαετία του ’60, όπως υπογράμμιζε ο Jauß, «η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης […] καταπίεζε ή αποσιωπούσε την “τρίτη εξουσία”: τον αναγνώστη, τον ακροατή ή τον θεατή» (Jauß 1975 στο Κάλφας 1993, 11). Σήμερα, η αντίληψη της λογοτεχνικής ανάγνωσης ως μονόδρομης επικοινωνίας έχει αμφισβητηθεί ολοκληρωτικά. Στην «εποχή των αναγνωστών» το ενδιαφέρον είναι εστιασμένο στο «εδώ και τώρα» της αναγνωστικής διαδικασίας και στους τρόπους με τους οποίους μέσω αυτής οικοδομούνται «νοήματα/σημασίες». Το «νόημα» δεν θεωρείται πλέον ταυτόσημο της πρόθεσης του συγγραφέα ούτε αποκλειστική ιδιότητα ή περιεχόμενο του κειμένου: το νόημα δεν υπάρχει, αλλά οικοδομείται μέσα σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης του κειμένου με τους αναγνώστες και αυτή η διαδικασία μπορεί να επαναλαμβάνεται αενάως μέσα σε ποικίλα ιστορικά και κοινωνικο-πολιτισμικά πλαίσια, κατά τρόπο που το «νόημα» να μην είναι ποτέ μια παγιωμένη οντότητα, αλλά ένα νέο (ρευστό) κείμενο που επιδέχεται με τη σειρά του (και αυτό) νέες κριτικές αναγνώσεις. Η απόσταση που έχει διανυθεί από την εποχή του «φρονηματιστικού μηνύματος» είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μιλούμε δικαίως για αλλαγή τρόπου σκέψης ή αλλαγή επιστημολογικού παραδείγματος στις λογοτεχνικές σπουδές.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην ανατροπή αυτή είναι πολλαπλοί και συνδέονται με τις διαδοχικές μεταβάσεις προς τη νεωτερική και τη μετα-νεωτερική σκέψη, οι οποίες σημάδεψαν το β΄ μισό του 20ού αιώνα. Μεταξύ αυτών αποφασιστική ήταν η συμβολή των απόψεων του Wittgenstein (1953) για τη γλώσσα. Σύμφωνα με αυτήν, το νόημα των λέξεων δεν προκύπτει από την αντιστοιχία τους προς τα αντικείμενα, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο αυτές σχετίζονται μεταξύ τους και χρησιμοποιούνται ή διαβάζονται μέσα στα εκάστοτε ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια. Κατά συνέπεια, η νοηματοδότηση δεν προκύπτει από την αντιστοιχία των λέξεων/κειμένων προς τον κόσμο αλλά από ένα «παιχνίδι σχέσεων» (Τζιόβας 1987, 229), ένα «λογοπαίγνιο», που προσδιορίζεται και από τις συμβάσεις και τις πρακτικές των αναγνωστών μιας εποχής και μιας κοινωνίας. Η νέα αυτή θεώρηση έφερε στο προσκήνιο μια νέα σειρά εξω-κειμενικών/εξω-λογοτεχνικών δεδομένων, τα συμφραζόμενα του αναγνώστη και της ανάγνωσης, ως παραμέτρους που προσδιορίζουν την ερμηνεία, στον αντίποδα εκείνων των συμφραζομένων, στα οποία εστίαζε η φιλολογία και είχαν να κάνουν με τον συγγραφέα και την εποχή του. Χαρακτηριστικά, τις απηχήσεις που είχε η νέα αυτή θέση για τη λογοτεχνική ανάγνωση περιγράφει η Rosenblatt, η οποία μετατοπίζει σημαντικά την πηγή του νοήματος προς την πλευρά της προσωπικής εμπειρίας του αναγνώστη:
Στην πραγματικότητα, ο αναγνώστης και το κείμενο παρουσιάζουν περισσότερες αναλογίες προς ένα πιανίστα και μία παρτιτούρα. Με τη διαφορά ότι το όργανο στο οποίο παίζει ο αναγνώστης είναι ο ίδιος ο εαυτός του. Τα πλήκτρα του είναι το φάσμα των δικών του προηγούμενων εμπειριών από τη ζωή και τη λογοτεχνία, οι τωρινές του έγνοιες, αγωνίες και προσδοκίες.
Μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αυξανόμενης έμφασης στη σχετικότητα της γνώσης, οι λογοτεχνικές σπουδές εγκαταλείπουν σταδιακά το αίτημα συγκρότησης μιας επιστήμης της λογοτεχνίας που θα θεμελιώνεται στην αντικειμενικότητα, και ο αναγνώστης με την υποκειμενικότητά του έρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί υποστηρίζουν από κοινού ότι οι αναγνώστες ανταποκρίνονται ενεργά στα κείμενα και μάλιστα μέσα από πολλαπλές αφετηρίες και διαδρομές, επιδιώκοντας ένα μεγάλο εύρος σκοπών και επιστρατεύοντας ποικίλες στρατηγικές για να τους επιτύχουν. Για παράδειγμα, οι Suleiman και Grosman (1980) επιχείρησαν να κατηγοριοποιήσουν τους τρόπους με τους οποίους οι αναγνώστες ανταποκρίνονται στα λογοτεχνικά κείμενα, με κριτήριο τη διαδικασία της ανάγνωσης («πώς διαβάζει ο αναγνώστης»). Αργότερα, ο Beach (1993) περιέλαβε στη δική του κατηγοριοποίηση και το κριτήριο των διαφοροποιημένων στόχων που θέτουν οι αναγνώστες κατά την ανάγνωσή τους («σε τί μπορεί να ανταποκρίνεται ο αναγνώστης»), προτείνοντας πέντε αναγνωστικές οπτικές: την κειμενική, τη βιωματική, την ψυχολογική, την κοινωνική και την πολιτισμική.
Οι οπτικές αυτές απηχούν την ιστορική εξέλιξη στη θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης από τις δεκαετίες του 1920 και 1930 έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Οι πρώτοι θεωρητικοί επηρεάστηκαν από τις κατακτήσεις της δομικής γλωσσολογίας και υιοθέτησαν την ιδέα της αυτονομίας του λογοτεχνικού κειμένου. Στα 1960 και 1970 το αυξημένο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση και τη γνωστική ψυχολογία επηρέασε πολλούς θεωρητικούς να εφαρμόσουν αυτές τις προσεγγίσεις για να κατανοήσουν την ανταπόκριση του αναγνώστη. Έπειτα, στις δεκαετίες ’80 και ’90, η διάδοση της κοινωνικο-πολιτισμικής θεωρίας του Vygotsky και η αντίδραση στον δομισμό με την εμφάνιση των μεταδομιστικών, των φεμινιστικών και των πολιτισμικών σπουδών πυροδότησαν το ενδιαφέρον για την αναγνωστική πράξη, όπως αυτή ενσωματώνεται σε κοινωνικο-πολιτισμικά περιβάλλοντα.