Η έμφαση στην πολιτισμική και ιστορική διάσταση της ανάγνωσης δόθηκε από διαφορετικούς αλλά τεμνόμενους και συμπληρωματικούς μεταξύ τους χώρους. Πρόκειται κυρίως για την κοινωνικο-πολιτισμική θεωρία του L. Vygotsky, την Ιστορική Ερμηνευτική του H.R. Jauß και την Πολιτισμική Θεωρία, οι οποίες επέδρασαν αποφασιστικά στις λογοτεχνικές σπουδές από τις δεκαετίες του ’70 κυρίως και εξής. Σύμφωνα με τις νέες αυτές οπτικές, σε κάθε πολιτισμικό και ιστορικό περιβάλλον η λογοτεχνία αποτελεί ένα από τα κύρια πεδία παραγωγής μεταβαλλόμενων στον χρόνο νοημάτων. Αυτή η αντίληψη ωρίμασε σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης εστίασης στους αναγνώστες· ήταν επόμενο, συνεπώς, να τους αντιμετωπίσει ως κατεξοχήν πολιτισμικά και ιστορικά υποκείμενα. Οι πολιτισμικοί και ιστορικοί (cultural, historical) θεωρητικοί εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο οι πολιτισμικοί ρόλοι, οι στάσεις και οι αξίες των αναγνωστών, όπως και το ευρύτερο πολιτισμικό και ιστορικό περιβάλλον, διαμορφώνουν τις ανταποκρίσεις και τις αναγνωστικές πρακτικές τους, συντελώντας σε αυτό που ο Beach (1993) ορίζει ως «διαμόρφωση του αναγνώστη» (reading formation).
Καταρχάς, οι οπαδοί της κοινωνικο-πολιτισμικής θεωρίας του Lev Vygotsky προώθησαν την ιδέα ότι τα εργαλεία και οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι αναγνώστες για να προσεγγίσουν τα κείμενα, οικοδομούνται σε συνθήκες αλληλεπίδρασης και, στη συνέχεια, εσωτερικεύονται και χρησιμοποιούνται και στις ιδιωτικές αναγνώσεις. Λ.χ., όσο πιο ανοικτές και διαλογικές είναι οι επικοινωνιακές διαδικασίες σε ένα πλαίσιο ανάγνωσης (ερωτήσεις που δίνουν χώρο στη διατύπωση και αποδοχή πολλαπλών απόψεων, έλεγχος των απόψεων βάσει κοινά αποδεκτών κριτηρίων, συμμετρικά δικαιώματα λόγου κλπ.), τόσο μεγαλύτερη είναι η προσωπική εμπλοκή των αναγνωστών στα κείμενα και η συγκρότηση σημασιών που έχουν νόημα για τους ίδιους (Καλούδη 2013· Galda & Beach 2001· Smagorinsky 2001).
Πολιτισμικές διαφοροποιήσεις στην ανταπόκριση προκύπτουν, από τους επίσημους προσανατολισμούς των επιμέρους εκπαιδευτικών συστημάτων (προγράμματα σπουδών, οδηγίες κ.ά.) όπως και των αντίστοιχων παραδοχών των ίδιων των εκπαιδευτικών. Λ.χ., σε σχετική έρευνα, μαθητές από την Ιταλία εστίασαν περισσότερο σε μια αποστασιοποιημένη περιγραφή και ανάλυση της μορφής/δομής των κειμένων σε αντίθεση με μαθητές από την Αγγλία που έδωσαν έμφαση στο περιεχόμενο και τις προσωπικές ανταποκρίσεις σε αυτό (Purves 1973). Το φύλο, επίσης, φαίνεται να καθορίζει τον βαθμό δέσμευσης των αναγνωστών με τα κείμενα αλλά και τις αναγνωστικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν. Π.χ., οι άντρες διαβάζουν περισσότερο αποστασιοποιημένα και ανταποκρίνονται περισσότερο επικριτικά από όσο οι γυναίκες (Flynn 2000, 293). Ίσως αυτό να συνδέεται με το γεγονός ότι έλληνες μαθητές φάνηκαν να αποδίδουν τις πράξεις της Φραγκογιαννούς στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη στην κληρονομική «τρέλα» της και να την απορρίπτουν, ενώ οι μαθήτριες, συνυπολογίζοντας πολλούς παράγοντες για να ερμηνεύσουν την ακραία συμπεριφορά της, επέδειξαν έως και κάποια συμπάθεια.
Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχθεί και ο Stanley Fish, με τη σύλληψη της έννοιας «ερμηνευτική κοινότητα»: κάθε μέλος-αναγνώστης της μοιράζεται τις ίδιες αναγνωστικές στρατηγικές, δηλαδή ένα σύνολο συμβάσεων που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν από κοινού τα έργα (Fish 1980). Αυτές τις συμβάσεις επιχείρησε να διευκρινίσει ο Jonathan Culler εισάγοντας την έννοια του «θεσμού» της λογοτεχνίας και εντάσσοντας στη δημόσια σφαίρα την πράξη της ανάγνωσης, η οποία φαίνεται σε πρώτο πλάνο ιδιωτική υπόθεση. Πρωταρχική σύμβαση αποτελεί το γεγονός ότι ο εκάστοτε αναγνώστης προσεγγίζει ένα λογοτεχνικό κείμενο με την αίσθηση ότι «αξίζει τον (αναγνωστικό) κόπο» του, εφόσον εγγυητής της βεβαιότητας αυτής είναι ο ίδιος θεσμός, ο οποίος αξιολογεί τα έργα προτού να φτάσουν στα χέρια του αναγνώστη (Culler 2000, 32-33 & 55).
Με κυρίαρχη τη στόχευση της ενδυνάμωσης και χειραφέτησης του αναγνώστη, οι Πολιτισμικές Σπουδές κατά τη δεκαετία του ’90 προσέγγισαν τη λογοτεχνία ως ένα από τα πεδία συγκρότησης όχι μόνο νοημάτων αλλά και των ταυτοτήτων των αναγνωστών (του φύλου, των κοινωνικών ρόλων, της ιδεολογίας, της εθνικότητας κ.ά.). Το αίτημα είναι να αναγνωρίσουν τα άτομα τις μειωτικές ταυτότητες που τους απονέμουν τα έργα της μαζικής κουλτούρας λογοτεχνικά ή μη (π.χ. «άπληστοι καταναλωτές», «αφελείς», «καλοί/κακοί») (Culler 2000, 59-60). Διότι, διαχρονικά η αντίληψη για τη λογοτεχνία κινήθηκε μεταξύ δύο αντιδιαμετρικών πόλων, σύμφωνα με το «δίλημμα» που θέτει ο Culler:
Αποτελεί άραγε η λογοτεχνία ιδεολογικό όργανο; Ένα σύνολο ιστοριών που δελεάζουν τους αναγνώστες να αποδεχτούν τις ιεραρχικές ταξινομήσεις της κοινωνίας; […] Ή μήπως η λογοτεχνία είναι ο χώρος όπου εκτίθεται η ιδεολογία, όπου αποκαλύπτεται […] με τρόπο απτό και ορατό […] ως δυνάμενη να αμφισβητηθεί; […] Οι δύο ισχυρισμοί είναι εξίσου βάσιμοι: και ότι η λογοτεχνία είναι το όχημα της ιδεολογίας και ότι η λογοτεχνία είναι εργαλείο για την εξάρθρωση της ιδεολογίας.
Για παράδειγμα, σε κείμενα όπως το διήγημα Πίστομα του Κ. Θεοτόκη, η ελλειπτικότητα του κειμένου και ο περιορισμός του λόγου της γυναικείας και παιδικής παρουσίας σε σχέση με αυτήν του Κουκουλιώτη μπορούν να εγείρουν υποθέσεις για την κοινωνική και οικογενειακή δομή: πώς παρουσιάζονται στο κείμενο, ώστε να αμφισβητηθούν ταυτόχρονα από τον αναγνώστη. Όψεις των Πολιτισμικών Σπουδών αποτελούν η φεμινιστική και η μετα-αποικιακή θεωρία, που θέτουν το ερώτημα της αποκάλυψης των κωδίκων με τους οποίους κατασκευάζονται οι ρόλοι των φύλων και οι εικόνες του φυλετικά «Άλλου» στο πλαίσιο της πατριαρχικής/ιμπεριαλιστικής κοινωνίας (Barry 2013· Yaqoob 2011, 514).
Οι ιστορικοί, τέλος, θεωρητικοί εστιάζουν στην επίδραση που έχει η ιστορική εξέλιξη στις αναγνωστικές πρακτικές. Ο γνωστότερος από αυτούς, ο Hans Robert Jauß, διατυπώνοντας τη Θεωρία της Πρόσληψης (reception theory) προϋποθέτει ότι ένα ιστορικό πλαίσιο καθορίζει τον «ορίζοντα προσδοκιών» των αναγνωστών, τα χαρακτηριστικά δηλαδή που αυτοί αναμένουν να εντοπίσουν στα λογοτεχνικά κείμενα όσον αφορά στα αισθητικά χαρακτηριστικά και την ιδεολογική προοπτική των έργων (Jauß 1975). Το παράδειγμα της όψιμης αποδοχής του Καβάφη από τη νεοελληνική κριτική είναι χαρακτηριστικό για το ότι πρωτοπόροι λογοτέχνες συχνά δύσκολα γίνονται αποδεκτοί από το σύγχρονό τους αναγνωστικό κοινό, όταν αυτό ακόμα δεν έχει αναπτύξει αναγνωστικές πρακτικές αντίστοιχες των κειμένων. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι ο Jauß δεν προσδίδει αντικειμενική σημασία στην έννοια της εποχής, συνεπώς διαφορετικοί αναγνώστες της ίδιας εποχής δεν μοιράζονται αναγκαστικά τον ίδιο ορίζοντα (Jauß 1995, 103).