Μια πιο συστηματική προσέγγιση στη σχέση κειμένου-αναγνώστη προσέφεραν οι δομιστές που εστίασαν στους κοινούς κώδικες και συμβάσεις με τους οποίους «χτίζονται» τα λογοτεχνικά κείμενα και καθορίζονται αντίστοιχα οι αναγνώσεις. Οι θεωρητικοί αυτοί διαχώρισαν την «ιστορία» (αφηγηματικό περιεχόμενο) από την «αφήγηση» (το κείμενο που διαβάζει ο αναγνώστης) και εντόπισαν αντίστοιχα:
α. μοτίβα που αφορούν τα πρόσωπα/ρόλους, τα γεγονότα και την εξέλιξη των ιστοριών (μοτίβα δράσης ή αφηγηματικά σενάρια) (Τοmashevsky 1925· Propp 1928· Greimas 1966· Barthes 1966· Larivaille 1974· Adam 1976· Chatman 1978· Martin 1986 κ.ά.). Λ.χ., ο Propp πρώτος επισήμανε ότι στους λαϊκούς μύθους επαναλαμβάνονται οι ρόλοι του καλού και κακού (ήρωα), καθώς και γεγονότα, όπως ο ανταγωνισμός, η προδοσία, η τιμωρία.
β. αφηγηματικά σχήματα που αφορούν τους τρόπους με τους οποίους αναπαρίσταται γλωσσικά η ιστορία. Ως πιο γνωστό και ολοκληρωμένο σχήμα αυτής της κατηγορίας αναφέρουμε την «αφηγηματική γραμματική» του Genette (1972 & 1983), στην οποία εντάσσονται κοινά χαρακτηριστικά των κειμένων, που αφορούν τη διαχείριση του χρόνου, του λόγου των προσώπων («απόσταση»), της θέασης των γεγονότων από τον αφηγητή («προοπτική»/«εστίαση») και τη θέση/ρόλο του αφηγητή σε σχέση με αυτά που αφηγείται αλλά και με τον δέκτη της αφήγησης. Λ.χ., ο Genette διακρίνει όχι μόνο το «ποιος μιλά;» σε μια αφήγηση αλλά και το «με τίνος τα μάτια βλέπει;», δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο θεάται την πραγματικότητα, από τον οποίο εξαρτάται και η ποιότητα της γνώσης που διαθέτει, καθιστώντας τον αναγνώστη υποψιασμένο απέναντι σε όσα φαίνονται αρχικά αυτονόητα και παρουσιάζονται ως «αληθινά». Όπως εξηγεί ο Genette,
η μόνη ιδιαιτερότητα του αφηγήματος έγκειται στον τρόπο και όχι στο περιεχόμενο.
Εφοδιάζοντας, επομένως, τον αναγνώστη με ένα δομημένο σύστημα εννοιών-κλειδιών, ο Genette στην ουσία τον προμηθεύει με καίρια ερωτήματα, τα οποία μπορεί σταδιακά να θέτει αυτόνομα στα κείμενα, προκειμένου να αναγνωρίσει τους τρόπους κατασκευής τους. Ο αναγνώστης, έτσι, εμπλουτίζει το ρεπερτόριο των αναγνωστικών στρατηγικών του, με αποτέλεσμα η ανάγνωση να παίρνει τον χαρακτήρα μεθοδικής πράξης.
Τέλος, μια τρίτη ομάδα θεωρητικών, επισημαίνει ότι κατά την αναγνωστική διαδικασία ο αναγνώστης εφαρμόζει συμβόλαια ανάγνωσης (Culler 2000), τα οποία αφορούν συγκεκριμένες πρακτικές, οι οποίες δεν είναι προσδιορισμένες αποκλειστικώς κειμενικά αλλά και πολιτισμικά. Λ.χ., οι αναγνώστες συνήθως επιλέγουν βιβλία γνωστών συγγραφέων, εκδοτικών οίκων ή best-sellers έχοντας τη βεβαιότητα ότι περιέχουν κάτι που αξίζει και αφορά τους ίδιους. Και ότι, παρά τις δυσκολίες που τους θέτει το κείμενο, τελικά θα καταφέρουν να ψηλαφίσουν το «κρυμμένο» πίσω από τις συμβάσεις νόημα, ιχνηλατώντας τα σημάδια του συγγραφέα που αδιάλειπτα τους «κλείνει το μάτι» ως συμπαραστάτης της αναγνωστικής τους προσπάθειας.
Ο δομισμός, ωστόσο, δεν επιφυλάσσει επί της ουσίας ενεργητικό ρόλο στον αναγνώστη ως πρόσωπο, καθώς αγνοεί τους προσωπικούς, κοινωνικο-ιστορικούς και πολιτισμικούς όρους της ανταπόκρισής του. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Eagleton,
ο αναγνώστης είναι απλώς μια λειτουργία του ίδιου του κειμένου […] πρέπει να είναι εφοδιασμένος με όλες τις τεχνικές γνώσεις και να τις εφαρμόζει αλάνθαστα […] αλλά θα πρέπει να μην ανήκει σε κάποιο έθνος, τάξη, φύλο, να είναι απαλλαγμένος από εθνικά χαρακτηριστικά και να μην έχει περιοριστικές πολιτιστικές πεποιθήσεις.
Συνοψίζοντας, πρέπει να τονίσουμε ότι η κειμενική οπτική, στο σύνολό της, εμπλέκει ενεργά τον αναγνώστη κινητοποιώντας τις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τη σκέψη του, καθώς τον καλεί να διερευνήσει τα τεχνάσματα που προκαλούν τις ανταποκρίσεις του. Η παρακαταθήκη της στις λογοτεχνικές σπουδές ήταν αυτή ακριβώς η διερευνητική στάση που προτείνει έναντι των κειμενικών κωδίκων, οι οποίοι κατασκευάζουν και διαμεσολαβούν το νόημα των κειμένων. Αυτή η στάση εκφράζει περισσότερο την πρακτική «digging for meaning» («“σκάβουμε” το κείμενο για να ανακαλύψουμε το νόημα», Shi 2013), η οποία συχνά συνδέεται με τις παραδοσιακές ερμηνευτικές μεθόδους, που όμως, όπως είδαμε, δίνουν έμφαση στη διαίσθηση έναντι συγκεκριμένων στρατηγικών, η ανάγκη των οποίων στην ουσία για πρώτη φορά καθιερώνεται από την κειμενική οπτική. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να προϋποθέτει, όπως και οι παραδοσιακές μέθοδοι, την επικοινωνία κειμένου-αναγνώστη ως μονόδρομη: από τον συγγραφέα/κείμενο προς τον δέκτη/αναγνώστη.