Η σχέση κειμένου και κοινωνίας απασχόλησε από πολύ νωρίς τους θεωρητικούς, οι οποίοι, σε πρώτη φάση, τον 19ο αιώνα, υπό την επίδραση του θετικισμού, είδαν τα κείμενα ως παράγωγα του κοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής τους. Μια άλλη γραμμή σκέψης εμφανίζεται κατά τη δεκαετία του ’70, με εστίαση αυτή τη φορά στον αναγνώστη, το αναγνωστικό κοινό και τη διαδικασία της ανάγνωσης. Οι κοινωνικοί (social) θεωρητικοί, όπως τους αποκαλεί ο Beach (1993), εστιάζουν στην επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος και των κοινωνικών χαρακτηριστικών του αναγνώστη, με έμφαση στον άξονα εξουσία – ανισότητα/ασυμμετρία. Π.χ., ένας μαθητής είναι πιθανότερο να ευθυγραμμιστεί με την άποψη που έχει ο καθηγητής του για ένα κείμενο «διαβάζοντας» περισσότερο τις προσδοκίες της «εκπαιδευτικής εξουσίας» παρά το ίδιο το κείμενο (Mercer 2000· Nystrand κ.ά. 2001). Αυτό είναι λιγότερο πιθανό να συμβεί στο πλαίσιο μιας αναγνωστικής ομάδας ή μιας λέσχης βιβλίου, όπου ενθαρρύνεται η έκφραση πολλαπλών ανοικτών ανταποκρίσεων και αίρεται η ασυμμετρία στα δικαιώματα λόγου (βλ. Marshall κ.ά. 1995).
Θεωρητικοί, επίσης, με μαρξιστικές καταβολές μελετούν τους τρόπους με τους οποίους ο αναγνώστης επηρεάζεται από τις κοινωνικές ομάδες, στις οποίες είναι ενταγμένος ως προς τη συμμετοχή και την ανταπόκρισή του στην πράξη της ανάγνωσης αλλά και τις αναγνωστικές του προτιμήσεις (Goldmann 1964). Μια δεύτερη γραμμή έρευνας διερευνά την επενέργεια που ασκεί η λογοτεχνία πάνω στο αναγνωστικό κοινό ως μέρος του ιδεολογικού μηχανισμού της εκπαίδευσης (Balibar & Macherey 1978). Και στις δύο περιπτώσεις, ο αναγνώστης αντιμετωπίζεται ως δέκτης και «κατασκεύασμα» και όχι ως συν-δημιουργός σημασιών. Η αναγνωστική πράξη περιορίζεται στην επισήμανση ηθικών, αισθητικών και κοινωνικών αξιών που αντανακλούν την πραγματικότητα και αναπαράγουν την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων.
Σε μια εναλλακτική θεώρηση της κοινωνικής οπτικής, η αναγνωστική διαδικασία νοείται ως κοινωνική πρακτική, που μπορεί να νομιμοποιεί, να αμφισβητεί ή να επαναδιαπραγματεύεται κάθε είδους στερεότυπα (κοινωνικά, αισθητικά, ιδεολογικά), μέσα από την αλληλενέργεια κειμένου-αναγνώστη (Φρυδάκη 2003). Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνιοκριτική αναζητά στα κείμενα όχι τις άμεσες ιδεολογικές και κοινωνικές εγγραφές, αλλά «την ηχώ» του κοινωνικού λόγου που έχει υποστεί μετασχηματισμούς (Μahieu 2000, 358). Όπως εξηγεί η Gaillard,
η εγγραφή του κοινωνικού κειμένου μέσα στο μυθιστορηματικό κείμενο […] δεν διαβάζεται μέσα στα σαφώς ιδεολογικά εκφωνήματα […] αλλά με τον εγκλεισμό τους στο αφήγημα σύμφωνα με έναν τρόπο ένταξης που επιφέρει τον μετασχηματισμό του τελευταίου.
Ο αναγνώστης καλείται, επομένως, να κάνει μια «ανάγνωση της υποψίας» εντοπίζοντας όλες τις ασυνέχειες στη μορφή και το περιεχόμενο, που του επιτρέπουν να αμφισβητήσει τις κυρίαρχες ερμηνείες. Για παράδειγμα, στο απόσπασμα του μυθιστορήματος Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη, το πρόσωπο του Τζώνη, «οι αφηρημάδες, οι σιωπές, αλλά και οι αιφνιδιασμοί του, οι μικρές εξαφανίσεις του μέχρι την οριστική […]», αποτελούν ρωγμές του κειμένου που μπορεί να ενεργοποιήσουν ερωτήματα για πιθανές ρωγμές της κοινωνικής δομής που αναδύεται από το κείμενο (Φρυδάκη 1999, 173). Στην περίπτωση αυτή, ο αναγνώστης δεν «ψαρεύει» στο κείμενο κάτι που αναπαρίσταται πρόδηλα και ως «πραγματικό», αλλά ανιχνεύει, διερευνά και θέτει υπό διερώτηση την «ιδεολογία» ως κατασκευή.