Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι εξελίξεις στον τομέα της ψυχολογίας, εξελικτικής, γνωστικής αλλά κυρίως της κλινικής με επίκεντρο την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, οδήγησαν ένα σύνολο από θεωρητικούς της λογοτεχνίας στην εφαρμογή των αντίστοιχων εννοιών, αρχών και μεθόδων στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής. Οι ψυχολογίζοντες (psychological) θεωρητικοί, όπως ονομάζονται στην κατηγοριοποίηση του Beach (1993, 49), εστιάζουν στις γνωστικές/συνειδητές και υποσυνείδητες διαδικασίες των αναγνωστών, στο πώς, λ.χ., αυτές οι διαδικασίες ποικίλλουν ανάλογα με την προσωπικότητα και το αναπτυξιακό επίπεδο του καθενός. Ο Norman Holland (1968), από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους της τάσης, επικεντρώνεται στο πώς ο αναγνώστης ανασυνθέτει το κείμενο, επιχειρώντας ελεύθερους συνδυασμούς που αντανακλούν την προσωπικότητά του, τους φόβους και τις επιθυμίες του ή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, το δικό του «θέμα ταυτότητας». Η τελευταία, που αποτελεί μια κεντρική έννοια στην ορολογία του, νοείται ως μια σταθερή οντότητα, η οποία αντικατοπτρίζεται σε κάθε ερμηνεία που επιχειρεί ο αναγνώστης. Όπως δηλώνει ο ίδιος:
Εμείς οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας πιστεύαμε ότι μια οποιαδήποτε ιστορία ή ποίημα προκαλούσε κάποια “ορθή” ή, τουλάχιστον, ευρέως αποδεκτή ανταπόκριση. Όταν πάντως άρχισα […] να υποβάλλω σε έλεγχο την ιδέα αυτή, διαπίστωσα, μάλλον με μελαγχολία, ότι στην πραγματικότητα λάμβανε χώρα μια πολύ πιο ευαίσθητη και πολύπλοκη διεργασία. Κάθε άνθρωπος που διαβάζει μια ιστορία, ένα ποίημα ή ακόμα και μία λέξη, τις κατανοεί διαφορετικά. Προφανώς οι διαφορές αυτές οφείλονται στη διαφορετική προσωπικότητά τους […].
Επιχειρώντας μια αναλογία: όπως η ψυχαναλυτική λογοτεχνική κριτική εστιάζει στα «ψυχικά» συμφραζόμενα για το λογοτεχνικό έργο, εις βάρος των κοινωνικών και ιστορικών αλλά και της ίδιας της κειμενικότητας (λ.χ., σε ασυνείδητα κίνητρα, συγκρουόμενες επιθυμίες είτε του συγγραφέα είτε των χαρακτήρων που παρουσιάζονται μέσα στο έργο), έτσι και η ψυχολογίζουσα προσέγγιση στην αναγνωστική διαδικασία επικεντρώνεται στην ανάδειξη του ψυχισμού και της ταυτότητας του αναγνώστη εις βάρος οποιουδήποτε άλλου παράγοντα της αναγνωστικής πράξης (Barry 2013, 132). Η υπέρμετρη σημασία, την οποία καταλαμβάνει η υποκειμενική συνείδηση στη διαδικασία της ανάγνωσης, και η υποβάθμιση των κειμενικών ασφαλιστικών δικλείδων απέναντι στις υποκειμενικές εντυπώσεις συνετέλεσαν στη μεγάλη απήχηση που απέκτησε στο παρελθόν η αντίληψη αυτή, αλλά και στην κριτική που δέχτηκε αργότερα ως προς το ευάλωτο επιστημολογικό της υπόβαθρο (Suleiman & Grosman 1980· Τζιόβας 1987· Barry 2013).
Στο εκπαιδευτικό πλαίσιο της αναγνωστικής διαδικασίας, η αντίληψη αυτή δεν διεκδίκησε έναν ιδιαίτερα δυναμικό ρόλο, προφανώς λόγω του ασυμβίβαστου της υποκειμενικής της διάστασης με τους πιο «αντικειμενικούς» προσανατολισμούς της θεσμικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, η προσέγγιση του Holland είναι υποβοηθητική για θεραπευτές και εκπαιδευτικούς, οι οποίοι μπορούν να σταχυολογήσουν πληροφορίες για τους αναγνώστες μέσα από το πώς ανταποκρίνονται στα κείμενα. Στον Καιόμενο, λ.χ., του Τάκη Σινόπουλου, αρκετοί μαθητές αποκαλύπτουν στοιχεία του ψυχισμού τους εστιάζοντας ιδιαίτερα στον Καιόμενο (μοναχικός δρόμος, υψηλά ιδανικά, αυτοθυσία) ή, αντίθετα, στον Ποιητή (εσωτερικές συγκρούσεις, αναστολές).