Η μετανάστευση και η προσφυγιά είναι προσφιλή θέματα για τους έλληνες λογοτέχνες. Το σύγχρονο κύμα μετανάστευσης λόγω καταστροφικών πολέμων σε γειτονικές χώρες επιβάλλει νέους προβληματισμούς γύρω από τα ζητήματα των πολιτισμικών ταυτοτήτων. Τα αρνητικά τους στερεότυπα που ευδοκιμούν στο κλίμα της ξενοφοβίας, μετατρέπονται σε ανθρώπινα πορτραίτα, όπως στο διήγημα του Παντελή Μπουκάλα.
— Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς!
Θα πρέπει να ’πιασε στο βλέμμα μου ή στον τόνο της φωνής μου κάτι σαν επιφύλαξη ή δυσπιστία, κι έδωσε την απάντησή του επιθετικά κι απότομα· άλλη φορά, κοντά ένα μήνα που δούλευε στο σπίτι, σοβάδες, μπογιές, μερεμέτια, δεν είχε μιλήσει έτσι.
Παιδευόμουν με τις διορθώσεις κάποιου βιβλίου –ποιο, δεν θυμάμαι. Τρεις φορές αναφερόταν το όνομα του ποιητή, τρεις και οι εκδοχές της γραφής του στα ελληνικά, είναι γνωστός άλλωστε ο δαίμονας αυτός των μεταφραστηρίων, γνωστός κι επίμονος. Μίτσκεβιτς, Μίτσκιεβις και Μίκιεβιτς λοιπόν, αυτές τις εκδοχές πρόσφερε η μεταφραστική γραφίδα, αναποφάσιστη ή απλώς νωχελική. Και πώς ν’ αποφασίσεις τώρα, ποιον τρόπο άλλον να βρεις για να διαλέξεις εκτός από το κορόνα-γράμματα.
Ο Στέφανος, ο μάστορας, δεν έχει τρία ονόματα. Δύο μόνο, Στεπάν — το δικό του, του τόπου του. Και Στέφανος — το καινούργιο, της ξενιτιάς, ν’ ακούγεται οικείο στ’ αυτιά μας, να μην ξενίζει, κατά την εξελληνιστική συνήθεια που κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στη συνήθεια των ξενιτεμένων Ελλήνων να μικραίνουν ή να εξαγγλίζουν το δικό τους όνομα.
«Πώς τον λένε τον εθνικό σας ποιητή;», τον ρώτησα με τα πολλά, με τη σκέψη πως ένας αυτήκοος μάρτυρας είναι ασφαλέστερος από μια εγκυκλοπαίδεια, που τα λήμματά της για ξένους, μάλλον ξένα θα ’ναι κι αυτά, μεταφρασμένα. Να υπέθεσε ότι τσεκάριζα τις γνώσεις του; Να πίστεψε πως ήθελα να τον τσιγκλήσω άλλη μια φορά για τη γλώσσα του και τα σύμφωνά της που δεν εκτελωνίζονται και δεν περνούν τα σύνορά μας, όπως είχα κάνει δυο βδομάδες πριν, όταν είχαμε πέσει σε κουβέντα για το πώς λέγεται στ’ αλήθεια ο Κριστόφ Βαζέχα του Παναθηναϊκού, πώς έγινε Βαζέχα ο Warzycha; Να θύμωσε στην ιδέα ότι τον ρωτάω βέβαιος κατά βάθος πως δεν θα λάβω απάντηση; Ό,τι και να ’ταν, μου απάντησε με τον ίδιο περήφανο θυμό που θ’ απαντούσε και κάποιος από μας αν τον ρωτούσε ξένος για το όνομα του εθνικού μας ποιητή.
— Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς! Τόσα βιβλία εδώ, δεν τον λένε;
Ντροπιάστηκα. Ντροπιάστηκα που κάτι πάνω μου του έδωσε την εντύπωση πως τον είχα υποτιμήσει. Κάτι αυθόρμητο, υποθέτω, αλλά το ξέρουμε δα πόσο άγριος φυλετιστής είναι ο αυθορμητισμός. «Αυθόρμητα», υποθέτουμε ότι ένας μπογιατζής (Έλληνας ή ξένος, η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν χωρούν διαφορές) είναι μόνο μπογιατζής, γεννημένος μπογιατζήςς. «Αυθόρμητα» επίσης, και για να τηρούνται οι αποστάσεις, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, εμείς οι ένδημοι δεν μαθαίνουμε ούτε μισή λέξη από τη γλώσσα των ξένων που μπαίνουν στη δούλεψή μας περιστασιακά, για μισό ή έναν μήνα, ή και μόνιμα σχεδόν· ένα «μιρουφπάσιμ» μοναχά μπορώ να ανακαλέσω, τον αλβανικό χαιρετισμό, αλλά κι αυτόν τον δανείστηκα από τον κινηματογράφο, δεν τον απέσπασα από τις τόσες μου επαφές με Αλβανούς, δεν ζήτησα να μου τον πούν και να τον μάθω. Ο μικρός πάντως έχει φέρει από τα γηπεδάκια της γειτονιάς κι από την αυλή του σχολείου κάμποσες ξένες λέξεις· «κοσμητικές» είναι οι περισσότερες, από αυτές που βγαίνουν πάνω στην τσαντίλα ή στο πείραγμα, αλλά είναι ένα βήμα. Κι οι ξένοι μας άλλωστε, με τα «κοσμητικά» μας αρχίζουν να μετέχουν στην παιδεία μας, είτε καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές είναι είτε ανειδίκευτοι της οικοδομής.
Άνοιξα λοιπόν τα βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες (κι εκεί ο ίδιος διχασμός στην απόδοση του ονόματος, ο ίδιος δαίμονας), αυτοτιμωρητικά μάλλον παρά για να επιβεβαιώσω την ορθή απόδοση του ονόματος ή για να φρεσκάρω τα λίγα, τα ελάχιστα που θυμόμουν για τον Άνταμ Μπέρναρντ Μίτσκιεβιτς, πως δηλαδή υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού κι αυτός, ο μεγαλύτερος ρομαντικός ποιητής της Πολωνίας και πρωτεργάτης της ιδέας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της πατρίδας του. Ντροπή πάνω στην ντροπή, συνειδητοποίησα πως όφειλα να θυμάμαι περισσότερα, και μόνο λόγω μιας ευλογημένης σύμπτωσης: Ο Μίτσικιεβιτς, γιος ευγενούς που είχε πτωχεύσει, γεννήθηκε το 1798, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε και ο δικός μας εθνικός ποιητής, ο δικός μας κόντες. Και πέθανε το 1855, από τη χολέρα που τον χτύπησε στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Διονύσιος Σολωμός.
Στίχους πολλούς δικούς του, μεταφρασμένους στα ελληνικά, δεν βρήκα. Λίγοι είναι, μαζί με το ποίημα «Η Λιτανεία των προσφύγων», μεταφρασμένο από τον Τάκη Μπαρλά. Τους έδειξα στον Στεπάν, στον Γιούρι, στον Γιάτσεκ, στον Κριστόφ, στον Άνταμ, κάπως σαν αίτηση συγγνώμης:
«Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Όλων των στρατιωτών θυμήσου το αίμα, που πέσανε στον πόλεμο για την ελευθερία και την πίστη.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Θυμήσου τις πληγές, τα δάκρυα και τους πόνους όλων των αιχμαλώτων, όλων των εξορίστων και των Πολωνών προσφύγων.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Δώσε μας τον παγκόσμιο πόλεμο για την ελευθερία των λαών.
Δεόμεθά σου, Κύριε.»
Κύριε;
Παντελής Μπουκάλας, «Η λιτανεία των προσφύγων», περ. Η λέξη, τχ. 184 (Απρ.-Ιούν. 2005) 194-195.