Στο συλλογικό φαντασιακό των αρχαίων πολιτισμών καθώς και των Ευρωπαίων του Μεσαίωνα αφθονούσαν φαντασιώσεις σχετικά με την ύπαρξη υβριδικών όντων, στο μεταίχμιο της ανθρώπινης φύσης, πνευμάτων, θεών ή δαιμόνων. Στον κόσμο της Μεσογείου, σταδιακά σχηματίστηκε ένας κατάλογος «τεράτων» που έχουν ως αφετηρία μύθους με τη μορφή ταξιδιωτικών αφηγήσεων. Ήδη στην Οδύσσεια, Ο Οδυσσέας συναντά ένα μεγάλο αριθμό τεράτων, όπως οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες. Σήμερα τα ανθρωποειδή και οι εξωγήινοι είναι μια νέα μεταμόρφωση της έννοιας του τέρατος που δημιουργήθηκε ως φαντασιακή προβολή που απηχεί τον αποκλεισμό του Άλλου.
[…] «Οι άλλοι τώρα εδώ να μείνετε, καλοί μου σύντροφοι και τιμημένοι· μόνος εγώ, με το δικό μου το καράβι, το δικό μου πλήρωμα, θα πάω να τους δοκιμάσω αυτούς, να δω ποιοι να ’ναι: ανίσως αλαζόνες κι απολίτιστοι, με δίχως δικαιοσύνη, ανίσως και φιλόξενοι, που ξέρει ο νους τους τους θεούς να σέβεται». Τελειώνοντας πετιέμαι πάνω στο καράβι, παρακινώντας τους συντρόφους κι αυτοί ν’ ανέβουν, να λύσουν τις πρυμάτσες. Ευθύς κι εκείνοι ανέβηκαν, κάθησαν στα ζυγά κι έτσι με τάξη, καθισμένοι στη σειρά, πήραν με τα κουπιά τους να χτυπούν την αφρισμένη θάλασσα. Φτάναμε πια στην κοντινή εκείνη ακτή, όταν το μάτι μας σταμάτησε σε μια σπηλιά, ολότελα στην άκρη, προς τη θάλασσα· ήταν ψηλή και σκεπασμένη από τις δάφνες· εδώ τη νύχτα ησύχαζαν πολλά κοπάδια, πρόβατα και γίδες· τριγύρω επίσης η αυλή ψηλή, χτισμένη με τις πέτρες της στη γη βαθιά χωμένες· τα πεύκα κι οι βαλανιδιές κυμάτιζαν στα ύψη. Εκεί τις νύχτες του περνούσε ένας πελώριος άντρας· μοναχικός κι απόμακρος ποίμαινε το κοπάδι του· μ’ άλλους δεν σύχναζε, και ζώντας ολομόναχος βρισκόταν έξω από τον κάθε νόμο. Σ’ έπιανε δέος να τον δεις θεόρατο· διόλου δεν θύμιζε τον άνθρωπο που τρέφεται με στάρι· μάλλον με δασωμένο ακρωτήρι φάνταζε, που ξεχωρίζει μόνο του επάνω στα ψηλά βουνά από τις άλλες κορυφές.
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, μτφρ.-επιλεγ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1993, σ. 21-23.