Στα λογοτεχνικά κείμενα του τέλους του 19ου αιώνα ένας λογοτεχνικός τύπος απασχολεί τους συγγραφείς: είναι ο τρελός, ο παράφρων, ο ψυχικά ασθενής. Εδώ ο Άλλος στιγματίζεται λόγω της διαφοράς του από τον εχέφρονα, τον άνθρωπο της «λογικής», και η αρνητική εικόνα του είναι προϊόν μιας περιόδου που άρχισε από το τέλος του 18ου αιώνα, κατά την οποία η γνώση άρχισε να στηρίζεται στην ταξινομική και τυπολογική διαδικασία και στην αλλαγή των γνωστικών μοντέλων και του επιστημολογικού παραδείγματος. Από τη στιγμή που η γνώση ενός φαινομένου προϋποθέτει την επιστημονική περιγραφή του και την ταξινόμησή του, η γνώση αυτή εισάγει έναν λόγο κανονιστικό και δίνει νέα εργαλεία στην εξουσία επί του σώματος και του πληθυσμού. Για τις νέες αυτές τεχνικές ο Michel Foucault (2002, 2007 & 2012) χρησιμοποίησε τους όρους βιοεξουσία και βιοπολιτική.
Δύο είναι οι βασικές τεχνολογίες της εξουσίας, οι πειθαρχικές πρακτικές, που έχουν να κάνουν με το σώμα του ατόμου, το οποίο πρέπει να εκπαιδεύεται και να επιτηρείται, μέσα από θεσμούς όπως το σχολείο, το στρατόπεδο, το νοσοκομείο, το εργοστάσιο, και η βιοπολιτική, που έχει να κάνει με τον πληθυσμό, ο οποίος πρέπει να ελέγχεται, μέσα από τους ρυθμιστικούς, κρατικούς μηχανισμούς, και τους ιατρικούς θεσμούς.
H ταξινομική μανία των επιστημών στο κοινωνικό επίπεδο, μεταφράζεται σε ανάγκη για μια νέα τακτοποίηση, μια τάξη και μια ρύθμιση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, που αποκλείει όσους τη διαταράσσουν. O Foucault έχει εξηγήσει τη γέννηση του ασύλου, ως αποτέλεσμα της σύμπλευσης της ψυχιατρικής με τη βιοεξουσία, που μετέτρεψε τον τρελό, αυτόν που ήταν στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση ένας άνθρωπος «δαιμονισμένος», «αλλοπαρμένος», κατοικημένος από δαίμονες και υπερφυσικές δυνάμεις, σε παράφρονα, δηλαδή σε ένα συνηθισμένο άτομο που μοιάζει με όλους τους άλλους αλλά έχει παρεκκλίνει από τη φυσιολογική κατάσταση· η «ανωμαλία» και η «διαφορά» του έγκειται απλά σε αυτήν ακριβώς την παρέκκλιση, που αποτελεί σκάνδαλο. O εγκλεισμός σε άσυλα απέβλεπε ακριβώς στην απόκρυψη της ενοχλητικής διαφοράς, και αποκτά τη μορφή μέτρων επιτήρησης και καταπίεσης. Tα μέτρα αυτά επινοούνται και επιβάλλονται παράλληλα με την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης, την ορθολογική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς.
Χαρακτηριστικό των επιστημονικών επιδόσεων του 19ου αιώνα στην Ευρώπη υπήρξε η συγγραφή επιστημονικών έργων που πρότειναν ταξινομήσεις όχι μόνο των φυσικών φαινομένων αλλά και των ανθρώπινων τύπων. Mια σειρά από ψευδο-επιστήμες εμφανίστηκαν και διεκδίκησαν την επιστημονικότητα μέσα από «ιατρικά» εγχειρίδια και βιβλία ψυχιάτρων, όπως ο Ιταλός Cesare Lombroso, στα οποία o παράφρων γινόταν ένα πρόσωπο «εκφυλισμένο» που περιέργως βρισκόταν πολύ κοντά στον μεγαλοφυή και στον εγκληματία. Για άλλες κατηγορίες ατόμων, όπως οι ιερόδουλες, οι γιατροί και φυσιολόγοι απέδιδαν τη διαφορά τους στη φυσιολογία και στην ανατομία τους (Gilman 1985).
Οι ιατρικές θεωρίες για την τρέλα επηρέασαν το κοινωνικό φαντασιακό και τις συναντάμε στα έργα πολλών συγγραφέων στο γύρισμα του 20ού αιώνα. Όπως έχει δείξει στην εμπεριστατωμένη μελέτη της η Γιάννα Δεληβοριά (2004), η τρέλα απασχόλησε ως θέμα με διαφορετικούς τρόπους τους έλληνες λογοτέχνες: είναι πολλοί εκείνοι που αναπαράγουν το στερεότυπο του ψυχικά ασθενούς, αποδίδοντας την τρέλα σε εκφυλισμό, ενώ άλλοι ανασκευάζουν αυτό το στερεότυπο και αποδίδουν στον τρελό ένα μέρος από την αρχαία του ιδιότητα μιας βαθύτερης εποπτείας στα ανθρώπινα πράγματα.
Ο λόγος των λογοτεχνών, γενικότερα, υπήρξε ένας βασικός αντίλογος στον επιστημονικό λόγο. Πολλοί, όπως ο Edgar Allan Poe, έγραψαν «φανταστικά» διηγήματα που εισάγουν μια ανορθόλογη και ανορθόδοξη αντίληψη για τον κόσμο. Η «φανταστική λογοτεχνία», που εκπροσωπεί έναν μεγάλο αριθμό οπαδών, και ανάμεσά τους τον Kafka και τον Jorge Luis Borges, υπήρξε η κραυγαλέα απάντηση του λογοτέχνη στον αλαζονικό επιστήμονα. Οι συγγραφείς ήσαν εκείνοι που ανέλαβαν τη διερεύνηση των απάτητων δρόμων του ασυνείδητου. Στην Ελλάδα αυτό επιχείρησαν κυρίως οι υπερρεαλιστές, αλλά και συγγραφείς με ιδιόμορφο, έντονα προσωπικό ύφος όπως ο Ε.Χ. Γονατάς και ο Γιώργος Χειμωνάς.