Το διήγημα του Δημήτρη Χατζή «Σαμπεθάι Καμπιλής» θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά κείμενα για τους έλληνες Εβραίους που γράφτηκαν μετά το Ολοκαύτωμα. Σε αυτό ο Χατζής περιγράφει την προπολεμική ζωή των Εβραίων στα Γιάννενα, με πρωταγωνιστές δυο υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, τον επικεφαλής της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων Σαμπεθάι Καμπιλή, έναν άνθρωπο δογματικό, και τον γνωστό εβραίο ποιητή Γιωσέφ Ελιγιά, ο οποίος διώχθηκε από την πόλη για τις αριστερές ιδέες του. Ο Δημήτρης Χατζής δίνει μια αντικειμενική εικόνα της ζωής των Εβραίων στην πόλη και εμβαθύνει στα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών του προσδίδοντάς τους σπάνιες αρετές εξελισσόμενων λογοτεχνικών προσώπων, σε αντίθεση με οποιοδήποτε στερεότυπο (Αμπατζοπούλου 1998).
Στη μικρή μας πόλη είχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Εβραίους ― περισσότερους, όχι λιγότερους. Είταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω απ’ τη Συναγωγή τους ― το Συναγώι, που το λέγανε και κείνοι και μεις, μέσα στο παλιό Κάστρο της πόλης και σε μερικούς δρόμους, ολόγυρά του. Οι χριστιανοί, που καθόντανε μέσα στο Κάστρο και σ’ αυτούς τους οβραίικους δρόμους ολόγυρα, είχαν στην οξώπορτά τους ένα σταυρό ζωγραφισμένο μ’ ασβέστη. Είταν όμως λιγοστοί, πολύ λιγοστοί, τόσο πολύ, που σ’ αυτούς τους δρόμους είτανε συνήθειο παλιό να βγαίνει την Παρασκευή το βράδυ άνθρωπος της Συναγωγής, μόλις έπεφτε ο ήλιος και τελαλούσε δυνατά:
― Ώ...ω...ρα για Σαμπά!... Ώ...ρ...ααα για Σαχρί!... Τελαλούσε πως έπεσε ο ήλιος κι άρχισε Σάββατο και κανένας τους να μη πιάνει φωτιά μες στα σπίτια τους ώς τ’ άλλο το βράδυ. Παναπεί δηλαδή πως είταν πέρα για πέρα οβραίικοι δρόμοι. Είταν ο δικός τους μαχαλάς ―τα οβραίικα.
Ταπεινοί, τόσο ταπεινοί σαν νά ’τανε φοβισμένοι και φουκαράδες είταν οι πλιότεροι ― οι πιο φουκαράδες μέσα στην πόλη μας είταν αυτοί. Αλήθεια πως κ’ οι δρόμοι τους μέσα στο Κάστρο είταν αυτοί. Αλήθεια πως κ’ οι δρόμοι τους μέσα στο Κάστρο είταν απ’ τους πιο βρώμικους και τα παιδιά τους απ’ τα πιο αρρωστιάρικα ― όλο σπυριά. Κάνανε το χαμάλη, το λούστρο, το μεροκαματιάρη ― τέτοιες δουλειές. Και δουλεύαν και τα παιδιά τους από μικρά, μαζί τους ή κάναν θελήματα κ’ οι γυναίκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στα ξένα τα σπίτια, ακόμα και στα πορνεία της πόλης ―τόσο μικρή και τέσσερα-πέντε τα είχε― αυτές καθαρίζανε, τόσο είτανε φτωχές. Εργάτες ωστόσο να πάνε, να μάθουνε τέχνες, ραφτάδες να πούμε, μαραγκοί, σιδεράδες ―τέτοια πράγματα― κανένας δεν πήγαινε. Δεν θέλανε, λέγαν, να σκλαβωθούν με το μεροκάματο και την τέχνη. Μερικοί τενεχτσήδες ―δηλαδή τενεκετζήδες― τσαγκαράδες ―και καλύτερα να πως μερεμετιτζήδες των παπουτσιών― κ’ ένας-δυο χασάπηδες, που δεν πούλαγαν ποτές γουρουνίσιο κρέας, είχαν κάτι μικρομάγαζα. Μα στα οβραίικα μέσα κι αυτοί ― δεν πηγαίνανε παραπέρα.
Στο παζάρι της πόλης θα ’τανε καμιά εκατοπενηνταριά ―διακόσιοι Εβραίοι με μαγαζιά― τόσοι απ’ τις τέσσερις χιλιάδες. Άλλοι με μικρά μαγαζιά και καμπόσοι με βαρβάτα εμπόρια ― όσο βαρβάτα μπορούσανε νά ’ναι τα εμπόρια σε μια πόλη που την έτρωγε το σαράκι, είδος γεροντοχτικιό. Πουλούσανε πανικά, γυαλικά, σιδερικά, τέτοια εμπόρια, είδος έτοιμο, απ’ έξω φερμένο, όχι στάρια, τροφίματα, εγχώρια είδη ― τέτοια πράματα δεν είχε κανένας τους. Τα μαγαζιά τους είταν ανακατωμένα με των χριστιανών, δεν είχαν παράξενο τίποτα, γένια ή στο ντύσιμο, όπως αλλού, και τη φωνή τους ακόμα πασκίζαν αυτοί και τη σουλουπώνανε να μη σέρνεται ― ξεχωρίζαν ωστόσο κι αυτοί με το πρώτο πως είταν Εβραίοι.
Τέλος, είτανε και κάτι λιγοστοί, πολύ λιγοστοί, σπουδαγμένοι, ένας-δυο γιατροί, φαρμακοποιοί, ένας-δυο δικηγόροι και κάτι δάσκαλοι των ξένων γλωσσών, όχι άλλες επιστήμες, μηχανικοί, γεωπόνοι, να πούμε τεχνικοί γενικά, που και σ’ όλη την πόλη δεν είταν πολλοί ― δεν τους σήκωνε ο τόπος.
[…]
Τέτοια ταπεινή, φρόνιμη και συμμαζεμένη είταν η ζωή ολονών τους.
Κι ωστόσο μέσα στην πόλη λέγανε γι’ αυτούς πολλά και διάφορα πράγματα. Τους φορτώναν ένα σωρό κουσούρια, κακίες κι αδυναμίες, που τάχα εμείς δεν τις είχαμε ― και πρώτα-πρώτα για τους παράδες που τους μαζώνανε δεκάρα-δεκάρα και που τάχα εμείς τους σκορπούσαμε. Γενικά τους παρασταίνανε σαν ανθρώπους παρακατιανούς, ράτσα τιποτένια και βρώμικια. Τους λέγανε παλιόβριους και τσιφούτιδες. Οι μεγάλοι δεν τους το φωνάζαν μπροστά τους, μα σαν τύχαινε Εβραίος να βρεθεί μια φορά έξω απ’ το παζάρι και τα οβραίικα, στους μακρινούς μαχαλάδες της πόλης και τον γνωρίζανε τα παιδιά, τρέχανε πίσω του και του φωνάζαν τραγουδιστά!
― Ουβριέ, παλιόβριε, που ’ν’ η κότα πόκλεψες...
Ανοησίες δηλαδή των παιδιών και των μεγάλων που τα βγάζαν αυτά, γιατί οι Εβραίοι πού ’χαμε μεις στη δική μας την πόλη δεν κλέβαν και προπαντός δεν κλέβανε κότες. Μα αν όλοι το πίστευαν πως οι Εβραίοι κάνουνε τόσα και τόσα, δεν πειράζει φυσικά να φωνάξει και το μαξούμι ―το παιδάκι δηλαδή― πως κλέβαν και κότες. Δεν είτανε μάλιστα και παράξενο πως στο τέλος τό ’χανε και οι ίδιοι πιστέψει πως κάπως έτσι πρέπει νά ’ταν τα πράματα, αφού κι αναμεταξύ τους ακόμα μπορούσαν να βρίζονται ή να χαϊδεύονται φωνάζοντας ο ένας στον άλλον παλιόβριο.
[…]
Οι μανάδες λέγανε κι αυτές στα παιδιά τους να μην αργούνε το βράδυ να γυρίσουνε σπίτι, γιατί έξω απ’ τα τζίνια ―τα φαντάσματα που βγαίνουν άμα πέσει το σκοτάδι― είναι κι Οβραίοι που πιάνουνε τα μικρά τα παιδιά και τα βάνουνε στα βελόνια κι από το αίμα τους φκιάχνουνε τα ματσόθ ― τ’ άζυμα δηλαδή. Πάλι ανοησίες φυσικά γιατί παιδί κανένα δε χάθηκε ποτές απ’ αφορμή τους Οβραίους. Και το ξέρουν όλοι.
[…]
Είταν δηλαδή τα πράματα μπερδεμένα λίγο με τους Εβραίους. Όσο και να τους καταφρονούσαν, είχαν όλοι τους μέσα στην πόλη κάθε λογής καλά νταραβέρια μαζί τους, και ψωνίζαν απ’ αυτούς και δανείζονταν, οι πλούσιοι συνεταιριζόνταν στα εμπόρια κ’ οι φτωχοί τραβούσαν τα ίδια με τη φτώχεια και με τα βάσανα. Και μ’ όσα κακά κι αν τους φόρτωναν, κανένας ποτέ δεν ακούστηκε να πειράξει Εβραίο μόνο και μόνο γιατί είταν Οβριός, ποτές μήτε τη Μεγάλη την Πέμπτη ― όχι, δεν τους πειράζαμε εμείς.
Δημήτρης Χατζής, «Σαμπεθάι Καμπιλής». Το τέλος της μικρής μας πόλης, Εκδόσεις Επιθεώρησης Τέχνης, Αθήνα 1963, σ. 41-45 [α΄ δημοσίευση το 1953, στη Ρουμανία].