Στα λογοτεχνικά κείμενα ο ξένος εμφανίζεται ως απειλή αποσύνθεσης και διάλυσης ήδη από την πρώιμη αρχαιότητα. Αυτός υπήρξε ο λόγος που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι διάφορες δοξασίες για την επικινδυνότητα και τις βλαβερές ιδιότητες του ξένου με μια σειρά από τελετουργικά μέτρα όπως ο φόνος, η θυσία ή ο κανιβαλισμός. Ανά τους αιώνες ο ξένος δεν έπαψε να αποτελεί ερέθισμα, και η παρουσία του ή η φαντασιακή εικόνα του να δίνει αφορμή για φόβο, μίσος και περιφρόνηση.
H ιδέα του ξένου ως πλάσματος δαιμονικού, ως αληθινής ενσάρκωσης των δυνάμεων του κακού, είναι διαχρονική. Τις ίδιες εικόνες χρησιμοποιούμε μέχρι και σήμερα, όταν περιγράφουμε τους κινδύνους που απειλούν τον πολιτισμό μας: μιλάμε για «χάος», για «αταξία» και «σκοτάδι» όπου θα βυθιστεί «ο κόσμος μας».
Στην αρχαιότητα οι συγγραφείς έγραφαν με περιπαικτική διάθεση για τα ήθη και τα έθιμα ξένων πολιτισμών και για τα εθνικά χαρακτηριστικά. Ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του εκθέτει σχολαστικά τις διαφορές των Βαβυλωνίων, των Σκυθών κλπ., χωρίς να κρύβει ενίοτε και τον θαυμασμό του· ο Αριστοφάνης στον Πλούτο χαρακτηρίζει τον Εβραίο «ρυπώντα, κυφόν, άθλιον, ρυσόν, μαδώντα, νωδόν»· ο Tάκιτος παρουσιάζει τους Γερμανούς ως «φόβητρο» και ο Επιμενίδης χαρακτηρίζει τους Κρητικούς «ψεύστες»· ο Διογένης ο Λαέρτιος αποδίδει στον Θαλή τον Μιλήσιο μια φράση που άλλοι αποδίδουν στον Σωκράτη: «Χρωστάω χάρη στην Τύχη για τρία πράγματα: που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, άνδρας και όχι γυναίκα, Έλληνας και όχι βάρβαρος».
Την περίοδο του Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη εδραιώθηκε το αρνητικό στερεότυπο των Εβραίων, λόγω της διαφορετικής θρησκείας τους αλλά και της βαθιά ριζωμένης δοξασίας ότι τελούν πράξεις μαγείας. Αργότερα, στόχος για την Ιερά Εξέταση ήσαν όλα τα άτομα που θεωρούνταν ότι ενέχονται σε πράξεις μαγείας, και τότε άρχισε το «κυνήγι των μαγισσών» που κατέληγαν στην πυρά. Κατά την Αναγέννηση, για τους πρώτους εξερευνητές και τα κατά κανόνα άξεστα πληρώματα των καραβιών τους, οι Άλλοι ήσαν οι «ιθαγενείς», που ο Φρανθίσκο Πιζάρρο φρόντισε να εξοντώσει στο σύνολό τους καταστρέφοντας τον πολιτισμό των Ίνκας. Ωστόσο, η σημασία αυτών των παλιότερων εξολοθρεύσεων ολόκληρων πληθυσμών θα ήσαν μόνο ένας προάγγελος των γενοκτονιών του 20ού αιώνα εναντίον αμάχων πολιτών της Ευρώπης, που συνέλαβαν και οργάνωσαν ευρωπαίοι πολίτες, και σε μια περίοδο κατά την οποία μεσουρανούσαν οι ιδέες της προόδου και της ανωτερότητας του Δυτικού ανθρώπου (Todorov 2004).
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, ο Άλλος είναι μια κατασκευή του φαντασιακού που τοποθετείται στο στάδιο της αναγνώρισης του κόσμου και του εαυτού στην παιδική ηλικία, και στις διαδικασίες που αυτή συνεπάγεται, δηλαδή στη διάκριση καλού και κακού, «επιτρεπτού» και «απαγορευμένου», και προβάλλει στον ξένο τον φόβο για το απαγορευμένο και κρυμμένο κομμάτι του Εαυτού. Και επειδή ο Άλλος είναι μια φαντασιακή κατασκευή του Εαυτού, ο Εαυτός μπορεί να κατασκευάζει έναν Άλλο συνεχώς διαφορετικό, και ο χθεσινός ξένος μπορεί να γίνεται φίλος, αλλά οι προκαταλήψεις να μένουν κρυμμένες και σε κάποιες περιστάσεις να εμφανίζονται ξανά (Gilman 1985). Επειδή η παραπάνω ψυχολογική λειτουργία βρίσκεται στη βάση της δημιουργίας των συλλογικών παραστάσεων για τον ξένο, είναι ανάγκη να ερευνάται το κοινωνικό φαντασιακό μέσα από το οποίο δημιουργείται το στερεότυπο του ξένου (Καστοριάδης 1978). Και η διερεύνηση αυτή περιλαμβάνει και την εξέταση των στερεότυπων που αφθονούν στα λογοτεχνικά έργα, καθώς αποτελούν κοινή περιουσία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, και συνεπώς αποτελούν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας για τον συγγραφέα και τον αναγνώστη (Barthes 2007).
Η εικόνα του ξένου στα λογοτεχνικά έργα είναι ανάλογη προς τη δημιουργική φαντασία του συγγραφέα. Έργα κλειστά, προσηλωμένα στην εικονοτυπία ή σε υφολογικά κλισέ, δεν είναι ίδιον ισχυρής δημιουργικής φαντασίας. Αντίθετα, τα κείμενα που υπονομεύουν τα στερεότυπα, μπορούν να συντελέσουν στην απο-ενοχοποίηση του Άλλου.
Oι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν τυχαία τον ξένο στα έργα τους, και έχουν τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιήσουν διαφορετικά, είτε αναπαράγοντας το στερεότυπο του ξένου, είτε υπονομεύοντάς το και αποδομώντας πλήρως τα αρνητικά χαρακτηριστικά του. Στη δεύτερη περίπτωση, που ισοδυναμεί με έναν διαφορετικό λόγο για τον Άλλο, ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε έναν διαφορετικό ορίζοντα προσδοκιών, συνεπώς αναζωογονείται η κριτική ματιά του και ανανεώνονται τα αισθητικά του κριτήρια. Aντίθετα, όταν ο συγγραφέας απαντά στις προσδοκίες μιας συνηθισμένης στερεοτυπικής αναπαραγωγής των εθνικών χαρακτήρων, το δυναμικό αυτό καθηλώνεται σε μια πόλωση των αισθητικών ερεθισμάτων. Είναι βέβαιο ότι δεν αναφέρει κανείς τον Άλλο ατιμωρητεί.
Tο μυθιστόρημα δίνει στον συγγραφέα μια προνομιακή δυνατότητα: να προσεταιρισθεί τον λόγο του άλλου και να τον κάνει οικείο. Για να πραγματευθεί αυτή τη δυνατότητα του μυθιστορήματος, ο ρώσος συγγραφέας Mikhail Bakhtin εισήγαγε τον όρο πολυφωνία, ενώ παράλληλα, εκτός από μια θεωρία για το μυθιστόρημα, πρότεινε και μια θεωρία της γνώσης για τη διερεύνηση των γλωσσικών και ψυχολογικών διαστάσεων στη διαδικασία της κατασκευής του Εαυτού. Σε αυτή την επιστημολογική προσέγγιση ο Bakhtin χρησιμοποίησε τον όρο διαλογικότητα. Με τον όρο αυτό ο ρώσος στοχαστής δεν εισηγείται μια δυιστική ερμηνεία, αλλά μια θεωρία για την πολλαπλότητα της ανθρώπινης συνείδησης, που συγκροτείται διαλογικά, μέσα από μια πληθώρα διαφορετικών λόγων (Bakhtin 2003).
Σύμφωνα με τον Bakhtin ο πεζογράφος-μυθιστοριογράφος δεν εκριζώνει τις προθέσεις του «άλλου» από την πολυφωνική γλώσσα των έργων του, δεν καταστρέφει τις προοπτικές, τους κοινωνικο-ιδεολογικούς κόσμους και μικροκόσμους που ανακαλύπτονται πέρα από την πολυφωνία αυτή: τα εισάγει στο έργο του, χρησιμοποιεί λόγους που έχουν ήδη κατοικηθεί από τις κοινωνικές προθέσεις του «άλλου», τους πειθαναγκάζει να υπηρετήσουν τις νέες προθέσεις του, να υπηρετήσουν ένα δεύτερο αφέντη.
Η πολυφωνία δεν επιτυγχάνεται λοιπόν με αυτά που λένε τα πρόσωπα, αλλά με τον τρόπο που εντάσσεται ο λόγος τους μέσα στον γενικότερο και ευρύτερο διάλογο, στον οποίο ακούγονται οι φωνές και του συγγραφέα, και του αναγνώστη, αλλά κυρίως οι φωνές άλλων κειμένων. Για να ακουστεί ο άλλος, πρέπει όλα τα λόγια του μυθιστορηματικού κειμένου να υποβληθούν σε μια ριζική δοκιμασία, να αποφορτιστούν από τις συνήθεις χρήσεις τους, να ειπωθούν «αλλιώς».
Ένα σημαντικό δείγμα πολυφωνίας έχουμε στους συγγραφείς που χρησιμοποιούν την παρωδιακή τεχνική και τη σχετικοποίηση όλων των «σοβαρών» λόγων, που εκφωνούνται εν ονόματι μιας εξουσίας, μιας αρχής. Έτσι μπορεί να πραγματοποιηθεί το άνοιγμα στις «άλλες φωνές». Σύμφωνα με τον Bakhtin, ένα τέτοιο ριζοσπαστικό άνοιγμα γίνεται στο καρναβάλι, όπως έδειξε με τη μελέτη του για τον Rabelais, και το αντίστοιχο συμβαίνει στη λογοτεχνία, που ονόμασε «καρναβαλική». Το «καρναβαλικό» στοιχείο είναι γνώρισμα συγγραφέων που κατά βάση αναπαριστούν όχι εξωτερικές αλλά εσωτερικές πραγματικότητες, και σε αυτά οι περιπέτειες των ηρώων είναι περιπέτειες της συνείδησης. Ταυτόχρονα, το καρναβαλικό στοιχείο είναι εκείνο που θέτει ριζικά το ζήτημα της ετερότητας, μεταμφιέζοντας τον εαυτό σε άλλο και ανοίγοντας τη συνείδηση σε όλες τις δυνατές φωνές. Ιδού σε ποια σημεία επισημαίνει ο Bakhtin την «καρναβαλική» πλευρά του Dostoevsky: συνεχής παρουσία του κωμικού, εκπληκτική ελευθερία στην πλοκή, διάχυση του φανταστικού και του συμβολικού, έμφαση στην ηθική και ψυχοπαθολογική ανωμαλία και στον διχασμό προσωπικότητας, αδυναμία στο σκάνδαλο και στον βιασμό του decorum, στις οξείες αντιθέσεις και τα οξύμωρα, στις αλλεπάλληλες και διασταυρούμενες πολεμικές εναντίον φιλοσοφικών, θρησκευτικών και ιδεολογικών σχολών και τη διακωμώδηση των μεγάλων πνευματικών δασκάλων. Όμως, αυτή τη δυνατότητα της πολυφωνίας δεν την εκμεταλλεύονται το ίδιο όλοι οι συγγραφείς.