Ο Γιώργος Ιωάννου έχει δώσει ορισμένα από τα πιο διεισδυτικά κείμενα για τον Άλλο. Στις συλλογές διηγημάτων και χρονικών του βρίσκουν φιλόξενο χώρο ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο Εβραίος, ο περιθωριακός, ο παρεκκλίνων από τις κοινωνικές νόρμες. Στο διήγημα που ακολουθεί, παρακολουθούμε τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση ενός φτωχού τυφλού σε ένα ελληνικό χωριό. Οι συμπολίτες αφήνουν άσπλαχνα τον τυφλό να πεθάνει. Όμως την ίδια σκληρότητα δείχνουν και προς τους ανεπιθύμητους ηλικιωμένους.
[…] Κάτω απ’ το παράθυρό μου πάντοτε ζάρωνε ο Ταμανάκιας. Ένας μεσήλικας ολότελα τυφλός, που μόλις άκουγε τα βήματά μου άρχιζε να φωνάζει για τσιγάρο. Άναβα ένα και του το ’δινα. Πέρα στην Πίνδο άστραφτε συνήθως. Έκλεινα τα παντζούρια κι έπαυε κι αυτό να υπάρχει. Ο Ταμανάκιας σιγοτραγουδούσε, λαγοκοιμόταν, παραμιλούσε. Λίγα πράγματα υπήρχαν γι’ αυτόν. Σαν άκουγε νέα βήματα χτυπούσε το μπαστούνι και φώναζε πάλι για τσιγάρο. Ήταν το μόνο πράγμα που ζητούσε. Συχνά έρχονταν παιδιά και με σατανικά αλλοιωμένη φωνή του σιγοφώναζαν: «Ταμανάκια, θα πεθάνεις. Είμαι ο άγγελός σου». «Της μάνας σου το ...» απαντούσε εκείνος στριφογυρνώντας επικίνδυνα τη μαγκούρα του. Όταν το κακό παραγινόταν, έβγαινα κι εγώ στο παράθυρο κι άρχιζα να φωνάζω. Μελετούσα αγρίως και τότε. Ο Ταμανάκιας μουρμουρίζοντας πήγαινε λίγο πιο πέρα. Είχε αδέρφια, είχε ξαδέρφια, είχε συγγενείς, κανένας δεν τον έβαζε στο σπίτι του. Ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς, όπως είχα μάθει, ανήκαν στους τύπους εκείνους που πονούν για όλη την ανθρωπότητα — φτάνει μονάχα να μη βρεθεί συγκεκριμένη περίπτωση μπροστά τους.
[…]
Μονάχα η κόρη της νοικοκυράς μου, μια γενναία κοπέλα, είχε το κουράγιο πότε πότε να τον ζυγώνει. Τον έλουζε στο πλυσταριό, τον ξύριζε και τον άλλαζε. Αυτός της έδινε χίλιες ευχές. Είχε παράλυτο αδερφό αυτή και ήξερε. Κι ο πατέρας της, χρόνια κατάκοιτος, μόλις που είχε πεθάνει. Μου είχαν χαρίσει μάλιστα την ομπρέλα του συχωρεμένου. Με συγκινητική λεπτότητα με βλέπαν σα διάδοχό του. Αποδείχτηκα ανάξιος.
[…]
Ένα πρωινό ο μακαρίτης βρέθηκε καθισμένος δίπλα στο ρέμα. Θα είχε περπατήσει τη νύχτα κατακεί. Τον πρόσεξα μέσα στους πρωινούς αχνούς που είχε αρχίσει να βγάζει το ρέμα. Η μέρα προμηνύονταν ακόμα πιο θερμή. Μια ασυνήθιστη κίνηση υπήρχε στα γύρω παράθυρα και τους εξώστες. Σαν πολύ ξεχνιόντουσαν οι νοικοκυρές μετά το τίναγμα. Δυο τρεις μπαμπόγριες είχαν λάβει θέση κιόλας στα κατώφλια της αντικρινής όχθης και παρατηρούσαν ακίνητες τον Ταμανάκια, που καθισμένος σε μια πέτρα κουνιότανε μπρος πίσω σαν ιεροψάλτης. Μια παρέα παιδιά στέκονταν κάτω από ένα δέντρο κοιτάζοντας τον τυφλό ζητιάνο μέσα σε τόσο απόλυτη σιγή που θαρρείς και παρακολουθούσαν ιεροτελεστία. Ο ήλιος στο μεταξύ άναβε και κόρωνε. Ο μπακάλης κάθε τρεις και λίγο έβγαινε και κοίταζε προς τον Ταμανάκια. Το ίδιο έκαμνε κι ο μανάβης. Δεν έλεγαν τίποτε μεταξύ τους, μα αλληλοκοιταζόντουσαν συνωμοτικά. Δεν ακούγονταν καθόλου φωνές ή κρότοι. Όλοι τους είχαν ξαφνικά σωπάσει, λες και προσπαθούσαν να μην τους πάρει είδηση κάποιος. Το όργανο της τάξεως πέρασε κορδωμένο κι αργοπερπάτητο τραβώντας κάτω απ’ τις παχιές σκιές για την Αγία. Έχει καλά κοριτσόπουλα σ’ αυτό το προάστιο. Κρίμα που έλειπε η κοπέλα του σπιτιού μας. Αυτή ήταν γενναιόψυχη και κάτι θα έκαμνε για να τον σώσει. Μα ήταν αργά πια. Ο Ταμανάκιας θα ’πρεπε να έχει αρχίσει να ψήνεται. Κατά το μεσημέρι έγειρε κι ύστερα κύλησε από την πέτρα. Αμέσως υψώθηκε ένας αλαλαγμός: «έπεσε, έπεσε, πεθαίνει!» Γέμισαν στη στιγμή τα λιακωτά και τα παράθυρα. Οι μαγαζάτορες βγήκαν με κρυφό χαμόγελο στο δρόμο. Κανένας δε ρωτούσε ποιος έπεσε ή ποιος πεθαίνει. Όλοι τους ήξεραν.
Τότε δυο τρεις έφεραν μια ψάθα. Πλησίασαν τον Ταμανάκια και σπρώχνοντάς τον με κάτι ξύλα για να μη μιανθούν, τον κύλησαν πάνω στην ψάθα και τον κουβάλησαν έτσι στο μέρος της σκιάς. Τον άφησαν έξω ακριβώς απ’ το ταβερνάκι. Μια όμορφη πέτρα βρέθηκε για προσκέφαλο. Ψυχομαχούσε. Του έριξαν έναν κουβά νερό. Κάτι επαναλάμβανε μπερδεμένα. Στέκονταν γύρω γύρω και τον παρατηρούσαν ψυχρά, όλο περιέργεια. Όταν τέλος ξεψύχησε, όλοι έκαναν με ανακούφιση το σταυρό τους. Αμέσως όμως μετά τα σταυροκοπήματα τον άρπαξαν με την ψάθα και τον ξαναπήγαν δίπλα στο ρέμα. Τώρα που είχε πεθάνει θα τον εγκατέλειπαν, λέει, οι αναρίθμητες ψείρες του. Όλα τα ξέρανε, τέλος πάντων. Ορισμένοι τουλάχιστον σου δημιουργούσαν τη φριχτή υπόνοια πως όλα αυτά τα είχαν ξανακάνει.
[…]
Και να πάρει η οργή δεν ήταν η πρώτη φορά που τύχαινε να είμαι μάρτυρας σε πλάγιο ξεμπέρδεμα γερασμένου ατόμου. Ακόμα απ’ την πρώτη χρονιά που βρέθηκα στην επαρχία έγινε ένα παρόμοιο περιστατικό στο χωριατόσπιτο όπου νοίκιαζα ένα δωμάτιο. Βέβαια, στην περίπτωση εκείνη το πράγμα το πήρα είδηση πολύ αργά, γι’ αυτό κι οι τύψεις μου ήταν ολιγότερες. Άλλωστε μάνα τους και γιαγιά τους ήταν η γριά που με τόση μαεστρία εξοντώθηκε ώστε δε μου ’πεφτε και πολύς λόγος. Ούτε και μπορούσε να καταγγελθεί το γεγονός —πού άραγε;— γιατί ήταν κάτι το άπιαστο. Αυτοί τότε έκανα το εξής: υποχρέωναν την σχεδόν κατάκοιτη γριά να βγαίνει απ’ το ολόζεστο δωμάτιο οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας και να πηγαίνει μες στην παγωνιά στο αποχωρητήριο της αυλής προς νερού της. Καθίκι με κανένα τρόπο δεν της επέτρεπαν να χρησιμοποιήσει, μολονότι τους παρακαλούσε κλαίγοντας. Και να ήταν τίποτε παστρικό το σπίτι τους, πάει στο διάολο. Βρωμούσαν κι έζεχναν τα πάντα εκεί μέσα. Όπως ήταν φυσικό στα πολλά τα χιόνια η γριά άρπαξε μια γερή πούντα και πολύ γρήγορα τα τίναξε. Της έκαναν μια κηδεία με όλους τους τύπους. Μέχρι και μοιρολόγια της τραγούδησαν. Φύλαγα κλειδωμένος στο δωμάτιό μου. Το πράγμα έμαθα πως σχολιάστηκε. Σε λίγες μέρες τα ’κανα χειρότερα. Ξεχάστηκα κι έβαλα στο γραμμόφωνο έναν δίσκο. Οπότε βλέπω ξαφνικά την εγγονή να ορμάει στο δωμάτιό μου και να σταματάει απότομα το γραμμόφωνο. «Έχουμε πένθος», μου φώναξε με απερίγραπτη κακία, Τι να της πει κανένας;
Γιώργος Ιωάννου, «Πώς εξοντώθηκε ο Ταμανάκιας». Η σαρκοφάγος. Πεζογραφήματα, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1988, σ. 122-126 [α΄ έκδοση: 1971].