Από τον 18ο αιώνα κυρίως και μετά πολλοί είναι οι λογοτέχνες που δημιούργησαν πρόσωπα φτιαγμένα από γιατρούς πάνω σε ένα ανατομικό τραπέζι και μετά από επίμονα πειράματα: ο Φράνκενσταϊν στο ομώνυμο «γοτθικό» μυθιστόρημα της Mary Shelley και ο Δόκτωρ Τζέκυλ και ο Κύριος Χάυντ του Robert Louis Stevenson είναι τα πιο γνωστά. Όμως το θέμα αυτό υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές στο «λαϊκό» μυθιστόρημα.
Αυτά τα κείμενα μυθοπλασίας κρύβουν θλιβερές πραγματικότητες: το σώμα του Άλλου γινόταν αντικείμενο ιατρικών πειραμάτων από τότε που η ιατρική άρχισε να εξελίσσεται. Οι γιατροί Ναζί που έκαναν πειράματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν πρωτοτυπούσαν. Ήδη οι ευρωπαίοι γιατροί από τον 18ο αιώνα δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ανθρώπους ως πειραματόζωα.
Πάντα επρόκειτο για άτομα που ανήκαν σε ειδικές ομάδες, τα «χαμένα κορμιά», όπως ονομάζονται στην κοινή γαλλική, δηλαδή κρατούμενοι, μελλοθάνατοι, βαριά ασθενείς, τρόφιμοι ασύλων, άτομα από τις αποικίες στην Αφρική κλπ.
Στόχος των πειραμάτων ήταν η πρόοδος της ιατρικής και η βελτίωση του ανθρώπινου είδους. Tο σώμα του Άλλου γινόταν αντικείμενο πειραματισμών για το καλό της «ανθρωπότητας», όπως την εννοούσαν οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι διαχώριζαν τις κοινωνικές ομάδες σε καλές και κακές, υγιείς ή «εκφυλισμένες», με γνώμονα τον ορθολογισμό της επιστήμης. Οι ιατρικές θεωρίες περί κληρονομικότητας που άνθησαν στο τέλος του 19ου αιώνα, επηρέασαν σημαντικά τους λογοτέχνες. Ο «νατουραλιστής» Zola οργάνωσε ένα ολόκληρο λογοτεχνικό κίνημα ακολουθώντας ως πρότυπο την «πειραματική ιατρική» του Claude Bernard.
Ο «εκφυλισμός» έπρεπε να καταπολεμηθεί και για τον σκοπό αυτό στις αρχές του 20ού αιώνα ιδρύθηκε ο ιατρικός κλάδος της Ευγονικής και πρωτεργάτης του ήταν ο Francis Galton, που οργάνωσε το πρώτο συνέδριο Ευγονικής στο Λονδίνο το 1912 (Turda 2010).
Τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα ευγονικά κινήματα γνώρισαν μεγάλη άνθηση στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και αλλού. Οι ευγονικές ιδέες δεν γεννήθηκαν μέσα σε ένα κοινωνικό κενό. Είναι σαφές ότι υπηρετούσαν τη νομιμοποίηση κυριαρχικών διεκδικήσεων διάφορων κοινωνικών ομάδων. Ευγονικές εταιρείες και προγράμματα κοινωνικής υγιεινής άνθησαν στην Κεντρική Νοτιοανατολική Ευρώπη, πρώτα στην Πράγα και τη Βιέννη το 1913 και μετά στη Βουδαπέστη το 1914 και την Πολωνία το 1917. Ο φυλετικός εθνικισμός έγινε κανόνας σε πολλές από αυτές τις χώρες. Η ευγονική και η βιοιατρική έρευνα στον Μεσοπόλεμο επηρεαζόταν ευρύτατα από τα εθνικά συμφραζόμενα. Ο κύριος στόχος ήταν η φυλετική ενδυνάμωση των πρόσφατα ιδρυμένων εθνικών κρατών (Trubeta 2013).
Το αίμα, ως σύμβολο του εθνικού συνανήκειν, ήταν πιο ισχυρό από την επιστήμη. Λειτουργούσε οριζόντια, ενώνοντας το έθνος με την μυθική προβολή του στο μέλλον. Ένας ούγγρος ευγονιστής-εθνικιστής, ο Lajos Mehely έγραψε: «Το εθνικό ιδεώδες θα έπρεπε να είναι η διαφύλαξη των φυλετικών συνόρων».
Στον Μεσοπόλεμο οι ευγονικές θεωρίες ενέπνευσαν στους συγγραφείς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες σύμφωνα με τα «βιολογικά» κριτήρια. Άτομα με μεταδοτικές ασθένειες όπως η σύφιλη, οι αλκοολικοί ή εκείνοι που έφερναν το ονομαζόμενο κληρονομικό «στίγμα», έμπαιναν εύκολα στην πινακοθήκη των Άλλων, ως δείγματα προς αποφυγήν, ή ακόμη χειρότερα, ως εχθροί της κοινωνίας. Οι χαρακτήρες ξένων, κατά κανόνα προβληματικοί ή αρνητικοί, συχνά υπακούουν στον «βιολογισμό» και έτσι έχουμε τον ρώσο συνταγματάρχη Λιάπκιν του Μ. Καραγάτση, μέθυσο και με ακατανίκητη ροπή στη διαφθορά, και τη γαλλίδα Μαρίνα στη Μεγάλη Χίμαιρα του ίδιου συγγραφέα, επιρρεπή στις ηδονές.
Τα προγράμματα και οι τακτικές των γιατρών στις χώρες αυτές προωθούσαν τη θετική ευγονική, δηλαδή τον αγώνα κατά της φυματίωσης, των ψυχικών νοσημάτων, του αλκοολισμού. Όμως, επεκτείνονταν και σε πρακτικές της λεγόμενης «αρνητικής ευγονικής», όπως η στείρωση, ο εγκλεισμός σε άσυλα, η φυλετική βελτίωση. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι η θετική ευγονική είναι ένα οξύμωρο, διότι δεν μπορεί παρά να έχει εντέλει αρνητικές συνέπειες καθώς, αν μη τι άλλο, ενοχοποιεί και στιγματίζει ομάδες πληθυσμού.
Το «αίμα» ως εθνικό σύμβολο υπερέβη την επιστήμη. Λειτούργησε κάθετα, συνδέοντας το έθνος με τη μυθική προβολή του στο μέλλον. Το αποκαλούμενο «γενετικό κεφάλαιο» απέκτησε πρωταρχική σημασία, ιδιαίτερα μπροστά σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Θύματα αυτής της διαδικασίας ήσαν όχι πλέον μόνο οι πολίτες διαφορετικού θρησκεύματος, αλλά άτομα, τα οποία, σύμφωνα με την ψευδο-επιστήμη της φυλετολογίας, που άνθησε κυρίως στη Γερμανία, θεωρήθηκαν ότι ανήκουν σε μια ξένη «φυλή». Οι θεωρίες περί «αίματος» στη ναζιστική Γερμανία ήταν η γέφυρα που συνέδεσε την επιστήμη με την πολιτική, και προσέδωσε στον επιστήμονα την ιδιότητα του ρυθμιστή νέων αξιών, ηθικών και πολιτισμικών. Ο γιατρός έγινε εκείνος που έκρινε ποιος είναι κατάλληλος για ζωή, ποιος είναι υγιής και ποιος ακατάλληλος, λόγω «εκφυλισμού», και στην κατηγορία αυτή βρέθηκαν οι ψυχικά ασθενείς, οι ανάπηροι, οι ομοφυλόφιλοι, οι Ρομά, οι Σλάβοι, αλλά προπάντων οι Εβραίοι. Στο Άουσβιτς οι γιατροί είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις φάσεις της εξόντωσης: αυτοί διάλεγαν κατά την είσοδο στο στρατόπεδο ποιος είναι κατάλληλος για εργασία στα γειτονικά εργοστάσια και ποιος έπρεπε να οδηγηθεί άμεσα στον θάνατο ―τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυες, οι άρρωστοι―, και αυτοί πραγματοποιούσαν την «selektion», δηλαδή την επιλογή για τους θαλάμους αερίων εκείνων που κατέρρεαν από τις αρρώστιες ή την εξάντληση (Lifton 1986).
Για αυτήν την εγκληματική πλευρά των γιατρών Ναζί γράφτηκαν πολλά κείμενα μαρτυρίας αλλά και μυθοπλασίας, κυρίως με θέμα τον γιατρό ναζί Γιόζεφ Μένγκελε· και στην Ελλάδα: το θεατρικό ψυχολογικό θρίλερ του Θανάση Τριαρίδη Μένγκελε.