Στη μικροαφήγηση του Γ. Μανουσάκη αξιοποιείται η γνωστή βιβλική ιστορία της σταύρωσης του Ιησού και των δύο ληστών.
Όλα ήτανε χειροπιαστά. Τί να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας. Δύο και δύο έκαναν πάντα τέσσερα. Έκαμες, έλαβες. Τον έβλεπα μπροστά μου κρεμασμένο στο σταυρό, με τις σάρκες σκισμένες από τα καρφιά και το βάρος του σώματος. Ίδιος κι αυτός σαν κι εμάς, μάλιστα πιο ντελικάτος, πιο αδύναμος, γι’ αυτό και πιο λιγόζωος, με πιο σίγουρο το θάνατό του. Τί αξία έχουνε τα λόγια που γεννά ο φόβος ή η μάταια ελπίδα; Τεχνάσματα, σκιές, φαντασίες που γεννά η αδυναμία μας να παραδεχτούμε το αναπόφευκτο. Παράδεισος και βασιλεία των ουρανών… Ποιων ουρανών, όταν η σάρκα σου πονεί αφόρητα κι η αναπνοή άρχισε κιόλας να γίνεται δύσκολη. Η μόνη πραγματικότητα είν’ ο θάνατος. Μπορείς να ξεφύγεις από τούτο το ξύλο; Από τα καρφιά και τις πληγές; Εδώ σε θέλω. Δε μπορείς. Κανείς δε μπορεί.
Κοίταξε, ο άλλος παραλόισε από τον πόνο και το φόβο. Γαντζώθηκε από την ονειροφαντασιά του. Βλέπει κιόλας άλλους κόσμους κι ονειρεύεται ξύπνιος μια δεύτερη ζωή. Μα ’γω είχα πάντα οδηγό μου τούτο το ξάστερο μυαλό που ούτε τούτη τη στιγμή δε μ’ απαρνιέται. Βλέπω καθαρά. Βλέπω ένα λάκκο μέσα στο χώμα και τα σκουλήκια να μερμηδίζουνε ανυπόμονα. Βλέπω μαύρο κι άπατο βάραθρο το Τίποτα.
Ελληνικό Μπονζάι. 50 Μικρά Διηγήματα Ελλήνων Συγγραφέων, επιμ. Ηρώ Νικοπούλου, Βασίλης Μανουσάκης, Γιάννης Πατίλης, περ. Πλανόδιον, τχ. 51 (Δεκ. 2011) 669. Δημοσιεύεται και στο ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι .