Από τους πρώτους και συνεπέστερους προωθητές του είδους ο Γιάννης Πατίλης καταθέτει τις απόψεις του για τη θέση των μικροαφηγήσεων στη σύγχρονη εποχή και τον πολιτισμικό τους ρόλο στην ανάδειξη της ελάσσονος λογοτεχνίας.
[…] εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, το σύντομο και πολύ σύντομο διήγημα τείνουν να γίνουν ο κανόνας της σύγχρονης πεζογραφικής λογοτεχνικής έκφρασης. Σ’ αυτό συντελούν, κατά τη γνώμη μας, πρωτίστως δύο παράγοντες. Πρώτ’ απ’ όλα η ραγδαία παγκοσμιοποίηση και διάχυση των ποικίλων πολιτισμικών εμπειριών. Εάν η διάδοση του τύπου τον 19ο αιώνα (μια πρώτη μορφή παγκοσμιοποίησης) έκανε τόσο έντονα αισθητό ως λογοτεχνικό είδος το διήγημα, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς (και το βλέπει στην πράξη) πόσο πολλαπλασιαστικά δρα ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος τύπος, δηλαδή το Διαδίκτυο, στην παραγωγή και διάδοση αυτής της μικρής φόρμας! Είναι ο πρώτος κρίσιμος παράγων που ανοίγει διάπλατα τον δρόμο σ’ ένα δεύτερο: στην εντονότερη ανάδυση σε παγκόσμιο επίπεδο της ελάσσονος λογοτεχνίας, της λογοτεχνίας εκείνης που ανέκαθεν παρακολουθούσε αντιστικτικά υψηλούς και κυρίαρχους πολιτισμούς της γραφής. Πρόκειται για μια λογοτεχνία που ταιριάζει εξαιρετικά στην πολιτισμική πολυείδεια των ημερών μας και η οποία προϋποθέτει γι’ αυτόν που γράφει (αλλά και για τον αναγνώστη που εκφράζεται μέσω αυτής) το αίσθημα ότι δεν υπάρχει —εκπροσωπώντας τα— σε μια κυρίαρχη ομάδα, γλώσσα, κουλτούρα, λογοτεχνικό κανόνα, αγορά, αλλά μάλλον σε μια μειονότητα που δημιουργεί στο περιθώριο όλων αυτών, χαμένη μέσα στον απέραντο ωκεανό της επικοινωνίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο για μια τέτοια κοινότητα το ότι βρήκε στο διήγημα, σ’ αυτόν τον παρία των μεγάλων φιλολογικών γενών της κλασικής παράδοσης, το ιδανικό εργαλείο για την έκφραση των πιο γνήσιων αισθημάτων της.
Αλλά στο σημείο αυτό βρίσκεται και ο βαθύτερος πολιτικός χαρακτήρας ετούτης της μάλλον απολιτικής θεματολογικά τέχνης. Διότι στο γιγάντιο και ολιστικό συνεχές της παγκόσμιας επικοινωνίας, προϊόν σε μεγάλο βαθμό ενός ανεξέλεγκτου ομογενοποιητικού οικονομικού συστήματος, η εν λόγω εκφραστική, αντιπαρατάσσοντας στις καλύτερες στιγμές της την ενότητα του δικού της ψυχοπνευματικού κόσμου, συνιστά μια εμμένουσα ενδημική ασυνέχεια. Υπονομεύει τον μοντερνιστικό φετιχισμό της φέρουσας τεχνολογίας με την ανάκληση παμπάλαιων εκκρεμοτήτων της ψυχής. Και δημιουργεί τον χώρο για εκείνη την έστω και λιγοστή λυτρωτική καθισιά που επιτρέπει στο πνεύμα να επισκέπτεται ξανά και ξανά τη ζωή μας!
Γιάννης Πατίλης, «Ιστορίες Μπονζάι. Σκέψεις για το σύγχρονο διήγημα και τις ρίζες του», περ. Πλανόδιον, τχ. 51 (Δεκ. 2011) 619-620.