Ο Jorge Luis Borges (Μπουένος Άιρες 1899-1986) αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας και εκείνος που συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη του διηγήματος και της μικρής πεζογραφικής φόρμας στον εικοστό αιώνα. Σε συνεργασία με τον Adolfo Bioy Casares επιμελήθηκε την ανθολογία Cuentos breves y extraodinarios (1955). Το αφήγημα προέρχεται από τη συλλογή El hacedor [= Ο δημιουργός] (1960).
Κουρασμένος απ’ την ισπανική του γη, ένας γέρος στρατιώτης του βασιλιά γύρεψε παρηγοριά στις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο, σ’ εκείνη την κοιλάδα της σελήνης όπου βρίσκεται ο χρόνος που σπαταλιέται στα όνειρα, και στο χρυσό είδωλο του Μωάμεθ που είχε κλέψει ο Μονταλμπάν.
Για να ξεγελάσει λίγο και τον εαυτό του, επινόησε έναν εύπιστο άνθρωπο, ο οποίος, ταραγμένος απ’ τα τόσα θαυμαστά που ’χει διαβάσει, βγαίνει να κυνηγήσει μαγικά και κατορθώματα σε μέρη πεζά που τα έλεγαν Ελ Τομπόσο ή Μοντιέλ.
Νικημένος από την πραγματικότητα, απ’ την Ισπανία, ο Δον Κιχώτης πέθανε στο χωριό όπου είχε γεννηθεί, γύρω στα 1614. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε λίγο περισσότερο.
Τόσο για τον ονειρευτή όσο και για τον ονειρεμένο, όλη αυτή η πλοκή δεν ήταν παρά η αντίθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον εξωπραγματικό κόσμο των ιπποτικών ρομάντσων και τον καθημερινό, συνηθισμένο κόσμο του 17ου αιώνα.
Δεν υποπτεύθηκαν πως η Μάντσα, το Μοντιέλ και η ψηλόλιγνη φιγούρα του ιππότη θα γίνονταν από τους μεταγενεστέρους το ίδιο ποιητικές με τις περιπέτειες του Σεβάχ ή τις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο.
Γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της, πάλι ο μύθος.
Κλινική Devoto, Ιανουάριος 1955
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά ΙΙ, εισαγ.-μτφρ.-επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013, σ. 295.