Η σύνθετη σχέση λογοτεχνίας και ηθικής έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά: ο Πλάτων, ως γνωστόν, εξορίζει με κριτήριο τον ορθό λόγο τη δραματική ποίηση από την Ιδανική Πολιτεία του, αλλά δεν παραλείπει να αναφερθεί (στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας) σε παλαιότερες από αυτόν διαμάχες φιλοσόφων (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) και ποιητών (Όμηρος, Ησίοδος). Στη γνωστή φράση του Αριστοτέλη («η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει», Περί Ποιητικής 1451b, 5-10 ), οροθετείται ως βασική διαφορά καλλιτεχνικής δημιουργίας και επιστημονικής στόχευσης το ότι η πρώτη αποβλέπει στην καθολικότητα και η δεύτερη στην εξειδίκευση, αλλά η διερεύνηση των σχέσεων τέχνης, λογικής και ηθικής συνεχίζεται —εν ευρεία εννοία— έως και τις μέρες μας: για παράδειγμα, η Martha Nussbaum (1998) προσπαθεί να αντικρούσει το επιχείρημα του Richard Posner (1997 & 1998), ότι το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο πολλών ναζιστών αξιωματικών δεν τους εμπόδισε από το να διαπράξουν φοβερά εγκλήματα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιχείρημα που έχει διατυπωθεί με αρκετή πειστικότητα και από τον Terry Eagleton.
Όταν τα στρατεύματα των Συμμάχων μπήκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης […], για να συλλάβουν διοικητές που είχαν περάσει τον ελεύθερο χρόνο τους με έναν τόμο του Γκαίτε, έγινε εμφανές ότι κάποιοι έπρεπε να δώσουν μερικές εξηγήσεις.
Το ερώτημα για τη σχέση λογοτεχνίας και ηθικής φιλοσοφίας ακολούθησε τα βασικά εξελικτικά στάδια της λογοτεχνικής θεωρίας, στα οποία ως διαδοχικά επίκεντρα τέθηκαν κατά χρονική σειρά ο συγγραφέας, το κείμενο και ο αναγνώστης. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε και κατά τις τελευταίες δεκαετίες: ο E.D. Hirsch υποστηρίζει ότι μεταξύ δύο ή περισσότερων ενδεχομένων νοημάτων υπερτερεί πάντοτε αυτό που σχετίζεται με το νόημα που θέλει να μεταδώσει ο συγγραφέας. Υποχρέωση του κριτικού είναι να εκμαιεύσει το νόημα του συγγραφέα, ώστε να το περάσει στο αναγνωστικό κοινό (Hirsch 1976). Ο Monroe C. Beardsley παρατηρεί ότι το νόημα των λέξεων αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και ότι δεν είναι πάντοτε εμφανής ο συγγραφέας ενός έργου. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ένα λογοτεχνικό έργο έχει νόημα, ωστόσο αυτό αυτονομείται από τον συγγραφέα (Beardsley 1992, 24-40). Ο Roland Barthes, από την άλλη πλευρά, είναι υπέρμαχος του «θανάτου» του συγγραφέα (1984). Σύμφωνα με τον γάλλο θεωρητικό, η διαδικασία της γραφής ενός κειμένου είναι μια διαδικασία ουδέτερου χώρου. Όταν ο συγγραφέας αποκόπτεται από το κείμενο, η γραφή ενός νέου λογοτεχνικού έργου ξεκινά. Η συγγραφή δεν παρουσιάζει έναν εξωτερικό κόσμο ή προκαθορισμένες ιδέες, αλλά προετοιμάζει κάτι νέο μέσα από τη δράση του αναγνώστη. Βέβαια, όσοι πιστεύουν ότι η αποδόμηση, που με τον ασταθή τρόπο της επαναθέτει το πρόβλημα των σχέσεων ηθικής και λογοτεχνίας, είναι η τελευταία λέξη της θεωρητικής μόδας, σφάλλουν, και οι ισχυρότεροι μάρτυρες για αυτό είναι τα κείμενα μειζόνων θεωρητικών όπως ο Tzvetan Todorov (Κριτική της κριτικής, 1994· Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, 2013) και ο Umberto Eco (Τα όρια της ερμηνείας, 1994). Ο Stanley Cavell, επίσης, υπογραμμίζει κάτι που όσο είναι κοινότοπο, άλλο τόσο είναι και σωστό: πολλά φιλοσοφικά και λογοτεχνικά κείμενα συγκλίνουν αναζητώντας απαντήσεις στα μεγάλα διαχρονικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης (Cavell 1987).
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο αρχικό θεμελιώδες ερώτημα: «Μπορεί η λογοτεχνία να αξιοποιηθεί ως όργανο ηθικής βελτίωσης του ανθρώπου;». Εν δυνάμει ναι, ενδέχεται να το πράξει, θα απαντούσαμε, χωρίς όμως να είναι εφικτό να αποκολληθούμε από το «ίσως». Δυστυχώς για τους αγωνιζομένους τον καλό αγώνα για εξεύρεση ακλόνητων συμπερασμάτων, η ηθική βελτίωση του ανθρώπου μέσω της λογοτεχνίας θα παραμείνει δυνατότητα, που δεν είναι σίγουρο ότι θα διαμορφωθεί σε βέβαιη ικανότητα.