Οι κριτικές θέσεις του Κωνσταντίνου Τσάτσου (1899-1987) ως προς την παλαμική ποίηση κρυσταλλώνονται στη μελέτη αναφοράς Παλαμάς, η οποία πρωτοτυπώθηκε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1936 (β΄ έκδοση με προσθήκη προλόγου: Ίκαρος 1949). Αξιοποιώντας μια δόμηση φιλοσοφικού χαρακτήρα ιδεαλιστικής προέλευσης, ο Τσάτσος κεφαλαιοποιεί την παλαμική ποίηση σε ενότητες λογικής συνάφειας και θεματικής συγγένειας, γεγονός που δίνει περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης στον φιλοσοφικό στοχασμό του μελετητή. Τα έξι μετά την «Εισαγωγή» της μελέτης κεφάλαια φέρουν τίτλους ενδεικτικούς της θεματικής έμφασης και της φιλοσοφικής κατεύθυνσης, που χαρακτηρίζουν την προσέγγιση της ποίησης του Παλαμά από τον Τσάτσο: «Η Ρηχοθάλασσα» (Α΄), «Προς τα ανθρώπινα» (Β΄), «Φυγή στη φύση» (Γ΄), «Πατρίδα και πολιτεία» (Δ΄), «Η Προσωπικότητα» (Ε΄), «Οι ώρες της συλλογής» (ΣΤ΄).
Ήδη από τις δύο πρώτες συντακτικές περιόδους της «Εισαγωγής», εισπράττουμε το φιλοσοφικό υπόστρωμα της μελέτης του Τσάτσου, το οποίο υποδεικνύει όχι μόνο τις καντιανές αφετηρίες της σκέψης του διανοητή με τις a priori θεμελιώδεις αρχές του λόγου αλλά και την πλατωνικής απόχρωσης κατεύθυνσή του προς το ιδεαλιστικής προέλευσης «ηθικά απόλυτο», στοιχείο που σημάδεψε την κριτική και φιλοσοφική συνεισφορά του:
Δεν υπάρχει έργο του ανθρώπινου πνεύματος, όσο θρυμματισμένο και ασύνδετο και αν παρουσιάζεται, που να μην ανάγεται σε μια πρωταρχική πηγή, που να μην ξεδιπλώνεται σε μια συγκεκριμένη εσωτερική εξέλιξη και να μην κατευθύνεται σε μια δημιουργικήν ιδέα. Το πνεύμα φανερώνεται σαν τέτοια ενότητα και σαν τέτοια κίνηση, αρκεί να εγκύψομε επίμονα, ώσπου να διαγνώσομε την απόλυτην ιδιοτυπία κάθε πνευματικής πηγής και την πορεία που από την ιδιοτυπία αυτή προσδιορίζεται.
Λίγο μετά ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, σκιαγραφώντας το περίγραμμα της μελέτης του, σημειώνει:
Ο Παλαμάς δε βαδίζει παρά σ’ ένα δρόμο ελευθερίας, το δρόμο της αισθητικής πλήρωσης. Γι’ αυτήν στα σύνορα του ψυχικού θανάτου, στέκει, άσβηστο φως, το μουσικό, το ωραίο, απρόσβλητη αρχή και νόμος της συνείδησής του. Πρέπει να πορευθεί στο δρόμο του ωραίου κατά του ωραίου τις επιταγές. Πρέπει με το πάθος του να νικήσει αισθητικά τον κόσμο. Πρέπει το ίδιο το πάθος του να το μετουσιώσει σε αισθητικό λόγο. […] Το καθαρά ωραίο, το μοναχά ωραίο είναι και το απόλυτο. Ο λόγος, να πούμε, ο καθολικός λόγος είναι η ωραία μορφή. Το θάμβος μπρος στο ωραίο είναι η μόνη γνώση του. Η μόνη του πράξη είναι ο στίχος. […]
Γίνεται εμφανές ότι παρόλο που, από πλευράς ιστορικής και ιδεολογικής εξέλιξης, αλλά και όταν ο Τσάτσος χάρασσε τις μόλις αναγνωσθείσες φράσεις, διανυόταν το τελευταίο χρονικό στάδιο της περιόδου του Μεσοπολέμου, τα ιδεολογικά μορφώματα της «εθνικής ψυχής» και της «συνέχειας» (Αποστολίδου 1992, 93-120) —μορφώματα που είχαν εδραιωθεί στο ελληνικό πνευματικό πεδίο περί το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα— παρέμεναν ισχυρά στη σκέψη του. Η ηθική απολυτοποίηση του καλλιτεχνικού έργου του Παλαμά βρίσκεται θεμελιωμένη στη φιλοσοφική παιδεία του μελετητή και θα εκταθεί όχι απλώς σε όλη τη συγκεκριμένη μελέτη, αλλά και σε άλλα σημαντικά κείμενά του. Στο Α΄ κεφάλαιο της μελέτης του ο Τσάτσος αναφέρει:
Ένας άχρονος ρυθμός, σαν του καραβιού που τρίζει, δαρμένο δεξιά-ζερβά από το κύμα, δίνει στο τραγούδι μιαν έκφραση απελπισμένης πίκρας που, όσο ξέρω, πρώτη φορά ακούστηκε τόσο παθητική. Σ’ αυτό το σημείο, ο παλαμικός στίχος έχει την πιο αυστηρή προσωπικήν ιδιομορφία, που όμως μαζί εκφράζει ένα βαθιά πανανθρώπινο σταθμό ζωής. Και αυτό ίσα-ίσα σημαίνει προσωπικότητα στο πέρασμα μιας στιγμής και με ένα όργανο απόλυτα ειδικό και προσωπικό, να εκφράζεται ένα νόημα, που να έχει την αιωνιότητα της ανθρώπινης ψυχής και του μοιραίου της αγώνα.
Πέρα από τη λογοτεχνικής υφής και καλολογικής απόχρωσης γλώσσα της κριτικής γραφής ας σημειώσουμε και την εξίσωση του ποιήματος με τραγούδι, πολύ συχνή στον ποιητικό λόγο πριν από το 1930 και τόσο σύμφωνη με το ποιητικό όραμα του Κωστή Παλαμά.
Καθίσταται εμφανής η φιλοσοφική κοιτίδα της προσέγγισης του Τσάτσου: πρόκειται για την πλατωνική διαλεκτική, εμπλουτισμένη και από τη συνεισφορά του Hegel (βλ. Θανασάς 2007 ), στο τριμερές σχήμα (θέση/άρση/σύνθεση) της οποίας υποφώσκουν αφενός η είσπραξη της φύσης και της ιστορίας σαν αντανάκλαση των ιδεών και του πνεύματος και αφετέρου η υπέρτατη ιδέα, της οποίας ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένα καθρέφτισμα. Για να καθορίσουμε πληρέστερα την κριτική προσέγγιση του Τσάτσου, ας λάβουμε υπόψη και δύο ακόμη παραμέτρους: α) Τα ιδεολογικά μορφώματα της «συνέχειας» και της «εθνικής ψυχής», που τέθηκαν δυναμικά στην ελληνική πνευματική ζωή από τον 19ο αιώνα, καταλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, ικανό χώρο στη σκέψη του μελετητή. β) Στο ελληνικό πνευματικό πεδίο του Μεσοπολέμου, «κατά τη δεκαετία του 1930 παρατηρείται μια αναζωπύρωση των εγελιανών σπουδών, στο πλαίσιο της διαμάχης ανάμεσα στους Νεοκαντιανούς του Αρχείου φιλοσοφίας και θεωρίας των επιστημών (Π. Κανελλόπουλος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Κ. Τσάτσος) και σε εξέχοντες μαρξιστές της εποχής (Δ. Γληνός, Ρ. Ιμβριώτη, Χ. Θεοδωρίδης)» (Θανασάς 2007 ).
Στην ενότητα «Η στιγμή του στίχου» ο Τσάτσος περιγράφει τί σημαίνει «στίχος» κατά την προσωπική του φιλοσοφική προδιάθεση:
[…] ο στίχος είναι ζωή. […] Αποτελείται από τα όσα λέει και τα όσα σωπαίνει· από όλα αυτά που κυκλώνουν [...] το ανέκφραστο, το άρρητο στοιχείο της ποίησης. [...] Ό,τι έκανε [ο Παλαμάς] είναι ελληνικό.
Αυτά αξιωματικά διατυπωμένα, χωρίς μετρικές, ρυθμολογικές και γλωσσικές παρατηρήσεις, ορμώμενα από την απαρασάλευτη πίστη του συγγραφέα στην απόλυτη ποιητική αξία του παλαμικού έργου.