Στο μελέτημα του Στέλιου Βιρβιδάκη, διασαφηνίζονται οι στόχοι της Φιλοσοφίας και της Λογοτεχνίας, αναφέρονται παραδείγματα όσον αφορά τις αλληλοεπικαλυπτόμενες περιοχές τους και υπογραμμίζεται η ανάγκη για τη διάσωση της φιλοσοφικής ιδιαιτερότητας και του αισθητικού ρόλου της λογοτεχνικής παραγωγής. Μια πορεία σύγκλισης και όσμωσης...
Μια πρώτη απλουστευτική προσέγγιση μας επιτρέπει, χωρίς να επικαλεστούμε κάποιον —μάλλον ανέφικτο— σταθερό ορισμό της φιλοσοφίας, να επισημάνουμε τους κυριότερους στόχους της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι σκοποί αυτοί περιλαμβάνουν τη διασάφηση των γενικών εννοιών μας, τη δικαιολόγηση βασικών μας πεποιθήσεων και τη συγκρότηση μιας συνολικής συνεκτικής εικόνας, για τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, ενώ στο πρακτικό επίπεδο ο φιλοσοφικός στοχασμός αποβλέπει στην νοηματοδότηση και την καθοδήγηση της πράξης, ή και στη διαμόρφωση μιας τέχνης του βίου. Από την άλλη πλευρά μπορούμε κατ’ αρχήν να δεχτούμε μιαν αφελή θεώρηση της λογοτεχνικής δημιουργίας, —που μάλλον θέτει παρά λύνει προβλήματα—, ως δραστηριότητας παραγωγής κειμένων με αισθητική αξία. [...] Σημασία εδώ δεν έχει τόσο το τί αλλά το πώς λέγεται, ή μάλλον μια συγκεκριμένη σύνθεση του τί και του πώς.
Πρώτο απλοϊκό επίπεδο δυνατής εξωτερικής συσχέτισης είναι η αναζήτηση της φιλοσοφίας μέσα στη λογοτεχνία — μοτίβα, στοχασμοί, υποθετικές καταστάσεις, δυνατοί κόσμοι που διευρύνουν τη φαντασία μας, παραδείγματα για την ηθική σκέψη, υλικό για τα νοητικά μας πειράματα. Από παλιά η λογοτεχνία τροφοδοτεί τη φιλοσοφία κυρίως από το περιεχόμενό της, και όχι μόνο. Φιλοσοφεί χωρίς να κουράζει, όταν δεν παραμελεί την πρωτεύουσας σημασίας αισθητική της ποιότητα. Εδώ φέρνει κανείς στο νου του ποιητές και συγγραφείς όπως ο Χέλντερλιν, ο Δάντης, η Τζέην Ώστιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Τόμας Μαν, ο Ρόμπερτ Μούζιλ, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Τομ Στόπαρντ. Η υπερβολικά «φιλοσοφίζουσα» λογοτεχνία είναι κατά κανόνα κακή λογοτεχνία στο βαθμό που η σκέψη μένει αναφομοίωτη, οι χαρακτήρες σχηματικοί, η πλοκή ανεπεξέργαστη. [...]
Από την άλλη πλευρά, μια προσεκτική μελέτη μας φανερώνει την παρουσία της λογοτεχνίας μέσα στη φιλοσοφία, εφόσον μεγάλοι φιλόσοφοι, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χέγκελ, αλλά και, όσο και εκ πρώτης όψεως να φαίνεται παράδοξο, και τον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα ή τον Ράσελ, νοιάζονται για την μορφή των κειμένων τους και φροντίζουν επιμελώς το ύφος τους. [...] Η λογοτεχνίζουσα φιλοσοφία είναι συνήθως κακή φιλοσοφία, στο μέτρο που οι θέσεις συσκοτίζονται, ο λογικός ειρμός κλονίζεται, τα επιχειρήματα συγχέονται. [...] Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο σύνθετα. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι για πολλούς μεγάλους φιλοσόφους όπως ο Πλάτων και ο Νίτσε ή ο Βιτγκενστάιν, η μορφή παρουσίασης ή και η λογοτεχνική εκφορά δεν είναι απλό ένδυμα αλλά ζήτημα φιλοσοφικής ουσίας. [...]
Σύντομα διαπιστώνουμε ότι η λογοτεχνία είναι δυνατόν όχι μόνο να προβάλλει εκ πρώτης όψεως ως φιλοσοφία αλλά και να μετασχηματίζεται εσωτερικά σε φιλοσοφία. [...]
Για να συνεχίσουμε τις μεταφορές, θα λέγαμε ότι έχουμε μια συμμετρική κρίση ταυτότητας. Μπορεί, αναρωτιέται ο Στάνλεϋ Καβέλ, «η φιλοσοφία να γίνει λογοτεχνία και να εξακολουθεί να γνωρίζει τον εαυτό της;» και θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε το ερώτημα, μιλώντας ανάλογα για τη λογοτεχνία της εποχής μας.
[...] Δεν ξέρω αν μπορεί να ξαναγραφτεί αυτό που πριν την επέλαση της μεταμοντέρνας κριτικής συνηθίζαμε να ονομάζουμε «μεγάλη λογοτεχνία». Ίσως η λογοτεχνία να έχει ούτως ή άλλως εξαντλήσει τις δυνατότητές της για μεγαλόπνοες συνθέσεις. Εκφράζω μονάχα την ελπίδα ότι οι πειραματισμοί θα οδηγήσουν σε πρωτότυπες συνθέσεις, σε ένα χώνεμα των φιλοσοφικών, διανοητικών και υπαινικτικών, ειρωνικών και αυτοαναφορικών στοιχείων μέσα σε νέα ή παλαιά και ξαναδουλεμένα, αλλά πάντως αισθητικά αποτελεσματικά σχήματα.
Όπως και να έχει το πράγμα, πιστεύω ότι για τους σκοπούς της έρευνάς μας ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην υπερτροφική ανάπτυξη των θεωριών της λογοτεχνίας. [...] Όπως γράφει επιδοκιμαστικά ο Ρόρτυ, «θεωρώ τη λογοτεχνική θεωρία, όπως ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα στην Αμερική, ως ένα είδος φιλοσοφίας, μια προσπάθεια να συνυφάνει κανείς ορισμένα κείμενα με την παραδοσιακή ταμπέλα ‘φιλοσοφικά’ με άλλα κείμενα που δεν έχουν αυτή την ταμπέλα. Αυτή συνίσταται στην πρακτική του να κολλάει κανείς μαζί με τους αγαπημένους του κριτικούς, ποιητές και μυθιστοριογράφους, τους αγαπημένους του φιλοσόφους». Και περισσότερο από την φιλοσοφική υποδούλωση της λογοτεχνίας με απασχολεί εδώ ο διαφαινόμενος παράλληλος κίνδυνος λογοτεχνικής υποδούλωσης της φιλοσοφίας, με την παρέμβαση των θεωριών της λογοτεχνίας.
[…] Η αρνητική απάντηση στο ρητορικό ερώτημα του Καβέλ θα μας οδηγήσει σε ένα κανονιστικό συμπέρασμα: Η φιλοσοφία μπορεί και πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό της, γι’ αυτό και δεν πρέπει να μετατραπεί σε κάποια μορφή λογοτεχνίας.
Στέλιος Βιρβιδάκης, «Φιλοσοφία και/η/ως λογοτεχνία: παραλλαγές», περ. Cogito , τχ. 3 (Ιούλ. 2005) 88-89. Παραλείπονται οι σημειώσεις. Το πλήρες κείμενο διατίθεται εδώ .