Στο απόσπασμα από το δοκίμιο του Γιάννη Κιουρτσάκη που ακολουθεί, περιγράφεται η «σχέση» της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τη θεωρητική σκέψη.
[...] Τι διαφοροποιεί την ιδιαίτερη μυθιστορηματική ή/και δοκιμιακή σκέψη από την φιλοσοφική; [...]
1. Όταν ξεκινώ ένα γραπτό, είτε είναι μυθιστορηματικό είτε δοκιμιακό (άλλωστε, τη στιγμή εκείνη, δεν ξέρω τι θα είναι), εκείνο που κυριαρχεί μέσα μου είναι η απορητική στάση: αμηχανία, έκπληξη, θάμβος, άγνοια μπροστά στις απέραντα ποικίλες μορφές του κόσμου, όπως ετούτες θα κατασταλάξουν στο θέμα μου, του οποίου απλώς προαισθάνομαι τον πυρήνα. Στάση του ανθρώπου που δεν ξέρει ακόμα τίποτε από εκείνο που πρόκειται να φτιάξει, αν όχι ακριβώς ότι δεν ξέρει τίποτε — εδώ η μυθιστορηματική σοφία συναντιέται, και πάλι, με εκείνην του αρχαίου φιλόσοφου. Ή για να το πω σαν τον Καραγκιόζη, με μια κουβέντα που θεωρώ ισάξια με τη ρήση του Σωκράτη, του ανθρώπου που «δεν ξέρει τι ξέρει»· που ξέρει κάτι δίχως να το ξέρει — κι αυτό ακριβώς θέλει να μάθει. [...]
2. Είπα ότι η δοκιμιακή και μυθιστορηματική συνιστώσα είναι αδιαχώριστες στη δουλειά μου. Υπάρχουν ωστόσο διαβαθμίσεις, και έχω γράψει δοκίμια που αποτελούν μάλλον μελετήματα: πράγμα που μου επιτρέπει ίσως να μπω κάπως στο πετσί του φιλοσόφου. Γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμα κι όταν η αφετηρία μου είναι μια προσωπική εμπειρία, οι λέξεις που χρησιμοποιώ υπηρετούν τις ιδέες που προσπαθούν να αποσαφηνίσουν. Εκείνο που επιδιώκω, είναι λίγο πολύ, να αποδείξω κάτι με μια αλληλουχία συλλογισμών που τείνουν να συγκροτήσουν ένα λογικά οργανωμένο σύνολο. Έτσι προσπαθώ, όσο μπορώ, να ασκήσω την κυριαρχία μου πάνω στη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιώ, των οποίων η ίδια η πολυσημία είναι ηθελημένη και ελεγχόμενη. [...]
Επομένως, στο μυθιστόρημα, οι ιδέες είναι σημαντικές όχι αυτές καθαυτές, αλλά για την υπαρξιακή τους δύναμη· [...] Και η ίδια η Ιδέα ιδωμένη στο οντολογικό της βάθος, μέσα στο οποίο φωλιάζει, θαρρώ, ένα έντονο συναισθηματικό ή και αισθητηριακό στοιχείο, δεν είναι άραγε κάτι πολύ ευρύτερο από οποιαδήποτε εννοιολογική μορφή, που κινδυνεύει να την εγκλωβίσει σε ένα μονοδιάστατο σχήμα; Εξού, κατά τη γνώμη μου, η ανωτερότητα —ανωτερότητα, τολμώ να πω, στην ίδια της την ταπεινοφροσύνη— της αισθητής, με άλλα λόγια της αισθητικής μορφής (αν θυμηθούμε ότι και η λέξη αισθητική παράγεται από την αίσθηση). Μιας μορφής που, δίχως να έχει την αξίωση να εξαντλήσει την Ιδέα, την υπερβαίνει προς μιαν άλλη κατεύθυνση γιατί, φανερώνοντας πιο καθαρά τον οντολογικό πυρήνα της, του επιτρέπει να ακτινοβολεί με χίλιους τρόπους μέσα στην ευαισθησία του κάθε ακροατή ή αναγνώστη. Αλλά είναι αλήθεια πως δεν είμαι φιλόσοφος — και χρειαζόμαστε τους φιλόσοφους εξίσου με τους καλλιτέχνες.
3. Η μυθιστορηματική γραφή αποτελεί λοιπόν τον προνομιακό χώρο της φαντασίας; Κάθε άλλο. Με τη διαφορά ότι η συνοχή ενός μυθιστορήματος δεν είναι ούτε λογική, ούτε ιδεολογική· είναι, το είπα μόλις, αισθητική. Πράγμα που μας ξαναγυρίζει, ακόμα μια φορά, στη μορφή.
[...] Ή ακόμα: τι είναι η μορφή αν όχι το «παρών» του μυθιστορήματος, η πραγματική του παρουσία, σύμφωνα με την έκφραση του Τζωρτζ Στάινερ: η ζωντανή ενότητα που συλλαμβάνουμε διαβάζοντάς το και η παρουσία του που μένει μέσα μας όταν έχουμε τελειώσει την ανάγνωση, όπως μένει παρόν μέσα μας ένα αγαπημένο πρόσωπο που απουσιάζει. [...] Τελικά, αυτό ακριβώς δεν είναι το περιεχόμενο, αν μπορώ να πω, της μορφής: η συνάντησή μας με το αβυθομέτρητο, ανεξάντλητο και πάντα αινιγματικό σύμπαν της ανθρώπινης ύπαρξης;
Άραγε αληθεύει πως η συνάντηση της φιλοσοφίας με το μυθιστόρημα δεν έγινε; Δεν έχει ήδη γίνει, όσο μπορούσε να γίνει, μέσα στα πλαίσια του χωρισμού ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και τη θεωρητική σκέψη που είναι εκείνα της εποχής μας; Γιατί, το ξέρουμε, η χαμένη ενότητα του ανθρώπινου πνεύματος —αν υποτεθεί ότι υπήρξε κάποτε— δεν μέλλει να ξαναβρεθεί.
Ωστόσο, το μυθιστόρημα δεν έπαψε να φιλοσοφεί, από την εποχή του ιδρυτικού έργου ενός Ραμπελαί έως τον Προυστ, τον Μούζιλ και τον Χέρμαν Μπροχ, προς μέγα όφελος των φιλοσόφων. Και δεν βλέπω γιατί αυτή η συνομιλία δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί.
Ναι, νομίζω, πως η συνάντηση έγινε — τουλάχιστον στον χώρο του μυθιστορήματος. Αλλά στον χώρο της φιλοσοφίας; Μου είναι αδύνατο να απαντήσω. Αναρωτιέμαι αν ορισμένες παρατηρήσεις μου σχετικά με τη μυθιστορηματική μορφή δεν θα μπορούσαν να ισχύουν για συγκεκριμένα φιλοσοφικά έργα. Γι’ αυτό, δεν τολμώ να μιλήσω για καλλιτεχνική αναπηρία της φιλοσοφίας· τουλάχιστον όχι προτού αναγνωρίσω τη δική μου φιλοσοφική αναπηρία ως καλλιτέχνη.
Ανακοίνωση στη γαλλόφωνη 11η Διεθνή Συνάντηση του περιοδικού L’Atelier du Roman, που έγινε στο Ναύπλιο στις 3 και 4 Οκτωβρίου 2009 με θέμα «Μυθιστόρημα και φιλοσοφία: η συνάντηση που δεν έγινε». Η ελληνική μετάφραση έγινε από τον συγγραφέα.
Γιάννης Κιουρτσάκης, «Φιλοσοφία και Λογοτεχνία», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 44 (Μάιος-Αύγ. 2010) 5-12.