Η εβραϊκής καταγωγής αμερικανίδα ποιήτρια Emma Lazarus (Νέα Υόρκη, 1849-1887) έγραψε το γνωστότερό της ποίημα, που έφερε τον τίτλο «The New Colossus» το 1883 (συμπεριλαμβάνεται στο Watts 1977, 123). Το συγκεκριμένο σονέτο δεν οφείλει την αναμφίβολα παναμερικανική και ενδεχομένως παγκόσμια φήμη του στο ότι είναι το αρτιότερο ποίημα (ίσως και να μην είναι) μιας καλής ποιήτριας, που απεβίωσε από ασθένεια στην κορύφωση της καλλιτεχνικής ακμής της, αλλά στο ότι το 1903 οι στίχοι του χαράχτηκαν σε ορειχάλκινο πλαίσιο στη βάση του Αγάλματος της Ελευθερίας (Young 1997, 3), που αποτελεί σημείο αναγνωρίσεως όχι μόνον του λιμανιού της Νέας Υόρκης αλλά και του πολιτικού οράματος των Η.Π.Α., τουλάχιστον σε ηθικό και θεωρητικό επίπεδο.
Η στέρεα αγγλομάθεια του Φιλήμονος Παιονίδη, καθηγητή ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας του ΑΠΘ, οδήγησε στην παρακάτω πιστή σημασιολογική απόδοση των στίχων της Emma Lazarus:
Ο άλλος κολοσσός
Δεν μοιάζει με τον μπρούτζινο, φημισμένο Έλληνα γίγαντα που απλώνει τα σκέλη του επεκτατικά απ’ άκρη σ’ άκρη. Εδώ στις θαλασσόβρεχτες δυτικές πύλες μας θα σταθεί μια κραταιά γυναίκα μ’ ένα δαυλό που για φλόγα έχει φυλακισμένη αστραπή· τ’ όνομά της Μητέρα των Εξορίστων. Από το φωτοβόλο χέρι της ξεχύνεται παγκόσμιο καλωσόρισμα· τα ευγενικά μάτια της ορίζουν το αερογεφύρωτο λιμάνι που οριοθετούν οι δίδυμες πόλεις. «Κράτα τις αρχαίες χώρες και τη συσσωρευμένη λάμψη σου!» του φωνάζει χωρίς να μιλά. «Δώσε μου τους εξαντλημένους, τους πένητες, τις θολωμένες μάζες που λαχταρούν τον αέρα της ελευθερίας, τους άθλιους απόβλητους των κορεσμένων χωρών σου. Στείλε μου αυτούς τους θαλασσοχτυπημένους αστέγους. Σηκώνω τη λάμπα μου σιμά στη χρυσή πύλη».
Ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Κ.Γ. Καρυωτάκη μοιάζει να συνομιλεί με το σονέτο της Lazarus στο πλαίσιο ενός κατά κυριολεξίαν ποιητικού διαλόγου, υπό την έννοια της αντιπαράθεσης αντίπαλων πολιτικών λόγων (για την πολιτική διάσταση ορισμένων ποιημάτων του Καρυωτάκη, βλ. ενδεικτικά Παπακώστας 1992· Βούλγαρης 1998).
Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου, χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου. Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι, λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι. Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη, πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν με το πορτραίτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε, μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι, όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε, και τη ζωή τους εξακολουθούνε, νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
Αναδημοσιεύεται από την Ανεμόσκαλα .
Η παραδοσιακού τύπου ευρυθμία του ποιήματος της Lazarus υπηρετείται και από την αυστηρή μορφή του σονέτου, ενώ εναρμονίζεται και με την αποκρυσταλλωμένη πίστη στο πολιτικό ιδανικό μιας ελευθερίας που θα διασφαλίζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και θα δέχεται σαν καλή μητέρα, χωρίς διακρίσεις, ακόμη και τα «υιοθετημένα» παιδιά της, που καταφεύγουν στην αγκαλιά της με το όνειρο μιας καλύτερης και δημοκρατικά δομημένης ζωής. Ο Καρυωτάκης, γράφοντας σε ένα πολύ διαφορετικό και μεταγενέστερο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, αισθάνεται βαριά τη σκιά του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αντιρρητική του προσέγγιση συνίσταται στο ότι η λάμψη του χρήματος, που υποκατέστησε το συμβολικό φως του Αγάλματος της Ελευθερίας, και οι παντοδύναμοι συνεταιρισμοί επιχειρήσεων (= κονσόρτσια) συμπυκνώνονται στα «δολάρια» και στη χρηματική αξία του «υπερουσίου μετάλλου» της Λευτεριάς (ακόμη και η αναφορά στους Εβραίους μοιάζει περισσότερο προσηγορική και λιγότερο ρατσιστική, ενώ ενδεχομένως να υποδηλώνει και το ότι η εβραϊκής καταγωγής Emma Lazarus, που εξύμνησε το αμερικανικό πολιτικό όραμα, συνδέθηκε με τον εβραϊκό ακτιβισμό, εάν όχι και με τον σιωνισμό. Βλ. Felder & Rosen 2003). Επιπρόσθετα, ο Καρυωτάκης καθρεφτίζει και ρυθμικά τον κλυδωνισμό και τη διάψευση του αμερικάνικου ονείρου. Έτσι, λοιπόν, στο τέλος της δεκαετίας του 1920 ο έλληνας ποιητής κατήγγειλε την αλλοτρίωση του αμερικάνικου πολιτικού ονείρου, εντάσσοντάς την στα γενικότερα συμφραζόμενα του πανανθρώπινου (κατά την ιδέα του) υπαρξιακού αδιεξόδου.