Το πασίγνωστο «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος» δεν διαμορφώθηκε από τον Καζαντζάκη ως φιλοσοφικό συμπύκνωμα προς το τέλος της ζωής του, απλώς για να γραφτεί στον τάφο του. Στην Ασκητική του, η πρώτη μορφή της οποίας δημοσιεύτηκε το 1927 στο περιοδικό Αναγέννηση που διευθυνόταν από τον Δημήτρη Γληνό (τχ. 11-12, 599-631), διαβάζουμε στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου (= Η προετοιμασία):
Δίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μού φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.
Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ’ ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.
Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!
Γιατί ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρη κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!».
Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
Το σώμα-καράβι, η ανάταση της ψυχής, το θαλασσινό ταξίδι ως υπαρξιακή περιπέτεια, το ναυάγιο και η άβυσσος ως σκοποί της ζωής προαναγγέλλουν τη θεματική και την εικονοποιία της Οδύσσειας . Η τελευταία παράγραφος του αποσπάσματος δεν περιέχει απλώς λεκτικά το «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος», αλλά προεκτείνεται επεξηγηματικά στον νου ως γεννήτορα της ελπίδας και στην καρδιά ως δημιουργό του φόβου. Επιπρόσθετα, νιώθουμε στο κείμενο τη γλωσσική παρουσία του ηρωικού δημοτικισμού («δίνουμαι, αγωνίζουμαι, ξακλούθα» κ.ά.), αλλά οι νεόπλαστες (π.χ. «βαθιογάλαζα») και οι εξεζητημένου τόνου (π.χ. «ολομεμιάς») λέξεις δεν είναι τόσο πολλές, ώστε να αναδύεται από το κείμενο η αίσθηση μιας υψηλόβαθμης γλωσσικής τεχνητότητας, όπως συμβαίνει στην Οδύσσεια. Όταν το 1927 η Ασκητική εκδόθηκε και ως ανάτυπο του περιοδικού Αναγέννηση, δημοσιεύτηκε, μεταξύ άλλων, και ένα κριτικό σημείωμα του Κλέωνα Παράσχου στη Νέα Εστία. Εκεί διαβάζουμε ότι
Το Salvatores Dei [= Ασκητική] είναι ένα μακρόπνοο φιλοσοφικό ποίημα, γραμμένο σε τόνο κηρύγματος, ωσάν τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, και όπου θίγονται (και λύονται κατά κάποιον τρόπο) τα μεγαλείτερα ανθρώπινα προβλήματα, ηθικά και μεταφυσικά.
Ένα έργο που προτείνει ή προσπαθεί να προτείνει λύσεις σε «προβλήματα, ηθικά και μεταφυσικά» ανήκει, αναντίρρητα, και στην περιοχή της φιλοσοφικής συγγραφής, ενώ η αναφορά στο συγκεκριμένο κεφαλαιώδες έργο της παγκόσμιας φιλοσοφικής γραμματείας, αφενός ενδέχεται να υποδηλώνει τη διαπίστωση της επιρροής που άσκησε και ο Νίτσε στον στοχασμό του Καζαντζάκη (βλ., λ.χ., Κουμάκης 1996), αφετέρου ίσως να υποδεικνύει ότι και στο καζαντζακικό κείμενο (όπως, ως γνωστόν, και στο νιτσεϊκό) διαπλέκονται δημιουργικά η φιλοσοφική αναζήτηση με τη λογοτεχνική δυναμική.
Η Ασκητική δεν είναι έργο αφηγηματικής μυθοπλασίας και γενικά κατατασσόταν και κατατάσσεται στον χώρο της «στοχαστικής πεζογραφίας» (Beaton 2011, 709), δηλαδή του φιλοσοφικού-λογοτεχνικού δοκιμίου. Είναι σωστή η άποψη για τον κηρυγματικό τόνο του έργου, αλλά γιατί η Ασκητική να χαρακτηρίζεται ως «ποίημα»; Παρότι στην καζαντζακική βιβλιογραφία δεν έχει ιδιαίτερα υπογραμμιστεί (φαίνεται, ωστόσο, ότι δεν διέλαθε της προσοχής της κριτικής που ασκήθηκε με όρους εκδοτικής επικαιρότητας), με την πρώτη απλή ανάγνωση διαπιστώνεται πως η Ασκητική έχει γραφτεί σε στίχο-εδάφιο (verset ), δηλαδή στον ιδιότυπο εκείνο στίχο, που δεν εξαντλείται σε μία σειρά, αλλά εκτείνεται σε μία (όχι ιδιαίτερα μεγάλη) παράγραφο. Όταν απομονωθεί ένας τέτοιος στίχος, δεν αναδίνει σε μεγάλο βαθμό αίσθηση ρυθμικότητας. Εάν, ωστόσο, ακολουθήσουμε μια ροή στην ανάγνωση (το παραπάνω απόσπασμα συγκροτεί μικρό δείγμα μιας τέτοιας ροής), επειδή ακριβώς κάθε εδάφιο περικλείει λεκτικό υλικό που ως ποσότητα δεν διαφέρει αισθητά από το προηγούμενο και το επόμενο, και επειδή η αλλαγή εδαφίου προϋποθέτει μια μικρή και επαναλαμβανόμενη συνεχώς αναγνωστική παύση, οικοδομείται η αίσθηση μιας ρυθμικής επαναληπτικότητας. Ο στίχος-εδάφιο έχει αξιοποιηθεί σε πολύ σημαντικά κείμενα και της παγκόσμιας (π.χ. Αποκάλυψη του Ιωάννη) και της νεοελληνικής γραμματείας (π.χ. Η Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού), ιδίως σε έργα οραματικά και αποκαλυπτικά, στη χορεία των οποίων δεν θα ήταν λάθος να εντάξουμε και την Ασκητική.