Όπως ακριβόλογα έχει επισημανθεί από τον Νάσο Βαγενά, «η φιλοσοφία και η καθοδηγούμενη από αυτήν λογοτεχνική θεωρία είναι διαφορετικές δραστηριότητες από τη λογοτεχνική κριτική, γιατί καταφρονούν τις συγκεκριμένες ερμηνευτικές πράξεις, που είναι έργο της κριτικής, επιχειρώντας να δώσουν ένα γενικό διάγραμμα ερμηνείας» (Βαγενάς 1988, 93).
Η εξέλιξη της λογοτεχνικής θεωρίας κατά τον 20ό αιώνα (βλ. και Newton 2013) έδειξε ότι οι ποικίλες πτυχές της (ρομαντικής προέλευσης βιογραφισμός, νέα κριτική, μαρξιστική κριτική, φορμαλισμός, ψυχαναλυτική ερμηνεία, σημειωτική και δομισμός, σχολή της πρόσληψης, μεταδομισμός και αποδόμηση, μεταμοντερνισμός, κ.ά.) φύτρωσαν σαν παρακλάδια τριών βασικών κλαδιών, που κατά χρονολογική σειρά ήταν ο συγγραφέας, το κείμενο και ο αναγνώστης. Εάν ορισμένοι θεράποντες των λογοτεχνικών σπουδών πιστεύουν ακόμη ότι η αποδόμηση είναι η πλέον πρόσφατη εξέλιξη της λογοτεχνικής θεωρίας (στη δεκαετία του 1970 ήταν, σήμερα όχι), πραγματικά μεγάλοι θεωρητικοί, όπως ο Umberto Eco και ο Tzvetan Todorov , τους βεβαιώνουν πως δεν έχουν δίκιο. Ο Eco με Τα όρια της ερμηνείας (1990· στα ελληνικά: 1994) και με το Ερμηνεία και Υπερερμηνεία (1992· στα ελληνικά: 1993) δείχνει ότι η θεμιτή πολυσημία δεν μπορεί να μεταβληθεί σε ξεχειλωμένη πανσημία. Ο Todorov στο Η λογοτεχνία σε κίνδυνο (2007· στα ελληνικά: 2013) υπερασπίζεται τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα των λογοτεχνικών σπουδών, υπογραμμίζοντας ότι στο επίκεντρό τους δεν πρέπει να τίθεται η παντοκρατορία της θεωρίας αλλά η ανθρώπινη κατάσταση.
[...] να συμπεριλάβουμε τα [λογοτεχνικά] έργα στον μεγάλο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων, που έχει αρχίσει από κτίσεως κόσμου και στον οποίο συμμετέχει ο καθένας μας, όσο μικρός και αν είναι.
Είναι απλά τα πράγματα: όταν καλλιεργείς τη μελέτη της φιλοσοφίας, μπορεί να βρεις και λογοτεχνήματα που αξιοποιούν τις αναζητήσεις της· όταν είσαι θεωρητικός της λογοτεχνίας, εμπλουτίζεις τη δουλειά σου, εάν κρίνεις και τη λογοτεχνικότητα των κειμένων· εάν είσαι φιλόλογος, μπορείς και να ξεφεύγεις από τον ανελαστικό και κοντόφθαλμο εμπειρισμό τού «ασχολούμαι μόνο με ό,τι διαβάζω στο κείμενο» και να αξιοποιήσεις και λειτουργικά εργαλεία του θεωρητικού στοχασμού. Όταν, πάντως, είσαι επιφορτισμένος και με την αποστολή του δασκάλου, χρειάζεται να κοινωνικοποιήσεις το ακροατήριό σου, διδάσκοντας (όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις) πως «δεν υπάρχει μόνο “δικαιούμαι”, υπάρχει και “υποχρεούμαι”».
Ο συγγραφέας, το κείμενο ως θέμα και ως τεχνική, η ένταξη του κειμένου σε γραμματολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα, οι ερμηνευτικές δοκιμές των αναγνωστών, οι φιλοσοφικές διαστάσεις και προεκτάσεις των λογοτεχνημάτων, η φιλολογική και λογοτεχνική δυναμική των φιλοσοφικών κειμένων, έχουν τα δικαιώματά τους. Η λογοτεχνική θεωρία εξαιτίας της φιλοσοφικής υφής της γενικεύει και δομείται ως πορεία προς την αφηρημένη σκέψη, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί και κατά την ερμηνευτική προσέγγιση συγκεκριμένων κειμένων. Το ότι δεν γινόμαστε στρατιωτάκια της θεωρίας δεν σημαίνει ότι την απαξιώνουμε! Αντίθετα, την σεβόμαστε, την εκτιμούμε και την μελετούμε, χρησιμοποιώντας από τα πορίσματά της τα στοιχεία της αυτά που θεωρούμε προσφορότερα και λειτουργικότερα. Στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος και η φιλοσοφία και η λογοτεχνία (όσο και αν εκ πρώτης όψεως δεν τους φαίνεται!) μπορούν να συμβάλλουν.