«Το Κοράκι» (αγγλ. The Raven ) είναι ένα έμμετρο αφηγηματικό ποίημα του αμερικανού ποιητή Edgar Allan Poe (1809-1849), που πρωτοδημοσιεύθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1845. Στο ποίημα είναι διάχυτη η πρωτοτυπία των στίχων, η μεταφυσική δραστηριότητα, η διανοητική σκοτεινότητα, καθώς και η έντονη λυρικότητα (μέτρο και ομοιοκαταληξία), ενδεδυμένη με μια υποβλητική μουσικότητα. Η απώλεια της αγαπημένης του οδηγεί τον ερωτευμένο άνδρα στον θρήνο. Ο χαμός της Ελεονόρας καθοδηγεί το μυστηριώδες κοράκι, το οποίο επισκέπτεται τον άνδρα και αρχίζει να του μιλάει. Με την επανάληψη της φράσης «Ποτέ πια» (Nevermore), τονίζεται ακόμη περισσότερο η απελπισία και η οδύνη του ερωτευμένου, ο οποίος οδεύει αναπόφευκτα προς την τρέλα.
Μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασμένα· κι εγώ χαμένος στην ερμιά κάποιων παλιών σοφών βιβλίων, κι εγώ μονάχος στον βυθό κάποιων παλιών βιβλίων ξεχασμένων, προσμετρούσα την νύστα και την πλήξη μου, όταν ξάφνου στην πόρτα μου ακούστηκε ένας χτύπος. «Κάποιος χτυπάει», ψιθύρισα. «Κάποιος χτυπάει την πόρτα μου. Κάποιος γυρεύει να με δει. Τι άλλο πια;»
Α, ναι! Θυμάμαι καθαρά εκείνον τον αδέκαστο Δεκέμβρη, την φλόγα την παραμικρή που ξεψυχούσε σέρνοντας στο πάτωμα τον ίσκιο της σκιάς της, την προσμονή να ’ρθεί το φως του πρωινού επιτέλους, την προσδοκία να σταθεί κάποιο βιβλίο φραγμός στην θλίψη —θλίψη επίμονη και μάταιη προσδοκία— για την Ελεονόρα, την τέλεια, την φωτεινή παρθένα, που οι άγγελοι έλεγαν Ελεονόρα κι οι άνθρωποι «απουσία» πια.
Μετάξι η θλίψη πένθιμο στις πορφυρές κουρτίνες, ψιθύριζε φανταστικούς τρόμους, ανατριχίλες που δεν τις ένιωσα ποτέ· χτυπούσε η καρδιά μου κι εγώ αντί να πω: «Καρδιά, πάψε, ησύχασε!», είπα: «Κάποιος χτυπάει την πόρτα μου. Κάποιος γυρεύει να με δει. Έστω κι αργά, κάποιος χτυπάει. Τι άλλο πια;»
Πώς το αποφάσισε η ψυχή μου ξαφνικά; Πώς άφησε τους δισταγμούς; «Κύριε», είπα, «ή κυρία, ζητώ συγγνώμη, αλλά, να, είχ’ απογείρει, νύσταζα, χτυπήσατε σιγά. Μα, ναι, χτυπήσατε σιγά, ψιθυριστά· δεν ήμουν καθόλου βέβαιος…» κι άνοιξα την πόρτα μου πλατιά: σκοτάδι γύρω κι ερημιά· τι άλλο πια;
Σκοτάδι γύρω, απορία, φόβος κι εγώ να ξαγρυπνώ όνειρα που δεν τόλμησε θνητός ποτέ να κοιμηθεί. Ως κι η σιωπή είχε βουβαθεί. Ασάλευτα τα πάντα. Μόνο… μια λέξη: Είπε κανείς βαθιά, σιγά και σκοτεινά «Ελεωνόρα!»; Όχι· εγώ ψιθύρισα κι απάντησε η νύχτα «Ελεωνόρα!» Ίσως αυτό· μόνο αυτό. Τι άλλο πια;
Φλεγόταν μέσα μου η ψυχή. Μπήκα στην κάμαρά μου, μα πίσω μου δεν άργησε πιο δυνατός να ’ρθεί κείνος ο χτύπος. «Σίγουρα, μπρος στο παράθυρό μου κάτι συμβαίνει», ψέλλισα. «Να, τώρα πάω εκεί να δω και το μυστήριο θα λυθεί. Ναι, θα λυθεί, θα πάω να δω· μόνο να πάψει να χτυπά έτσι η καρδιά μου! Ο άνεμος θα είναι. Τι άλλο πια;»
Πήγα. Δεν δείλιασα, άνοιξα και είδα να περνά το μεγαλείο των ιερών εκείνων ημερών, που χάθηκαν από καιρό, μπροστά μου: ένα Κοράκι αρχοντικό φτερούγισε ίσια στην κάμαρά μου. Δεν υποκλίθηκε, δεν στάθηκε, δεν γύρισε να δει ποιος το υποδέχτηκε. Απλά, με όση υπεροψία άρχοντας ή αρχόντισσα μπορούν να προσπεράσουν άνθρωπο, σε μια προτομή Παλλάδας, πήγε κι έστησε τον θρόνο του και κάθισε, πάνω απ’ την πόρτα. Μόνο αυτό. Κι ύστερα, τίποτ’ άλλο πια.
Τόση αυστηρότητα κι ευπρέπεια και στυγνή εβένου λάμψη σε φτερά, ξεγέλασαν την θλίψη μου, φαντάστηκα ποιος ξέρει τι και γέλασα για μια στιγμή: «Μα, βέβαια, κι αν στερήθηκες σύρριζα ένα λαμπρό λοφίο, κανένα ασήμαντο πουλί δεν είσαι εσύ, αμείλικτα μακάβριε, αρχαίε περιηγητή της μεθορίου της νύχτας. Πες μου, λοιπόν, πώς προσφωνούν την αφεντιά σου, άρχοντα, στου Άδη τα σκοτάδια;» Και το Κοράκι: «Ποτέ πια».
Παραξενεύτηκα πολύ, που ένα πλάσμα φτερωτό με άκουσε, κατάλαβε τα λόγια μου, όσο λιγοστή, όσο παράταιρη, άσχετη κι αν ήρθ’ η απάντησή του. Γιατί —πώς να το κάνουμε— ποιος ζωντανός αξιώθηκε μια νύχτα να βρεθεί μόνος στην κάμαρά του μ’ ένα πουλί ολοζώντανο πάνω στο άψυχο γλυπτό της πόρτας του, και να το λένε “Ποτέ πια”»;
Μα το Κοράκι ασάλευτο πάνω στην προτομή έδειχνε να ’χει κατά νου μάλλον την μοναξιά του. Δυο λέξεις μόνο είχε πει, σαν να μην είχε άλλη ψυχή ή να μην ήταν ικανή παρά μονάχα αυτές τις δυο τις λέξεις να βραχνιάσει. Σιωπή, λοιπόν, άκρα φτερού κι εγώ σώπασα μάλλον παρά ψιθύρισα: «Πολλοί πέρασαν φίλοι απ’ την ζωή μου. Πέρασαν, χάθηκαν. Κι αυτό έτσι θα φύγει το πρωί. Θα φύγει όπως έφυγαν οι ελπίδες μου· σαν τα πουλιά!» Κι αυτό ξανάπε: «Ποτέ πια»
Έσπασε μέσα μου η σιωπή χίλια κομμάτια ξαφνικά, καθώς μ’ έπληξε καίρια η εύστοχη απάντησή του. «Σίγουρα», είπα, «μου πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει, το μόνο που κατάφερε να του κληροδοτήσει κάποιος αφέντης δύστυχος, ζωσμένος ξαφνικά από μυριάδες συμφορές που άλωσαν την ψυχή του κι ερήμωσαν στα χείλη του όσα τραγούδια ήξερε κι άφησαν μόνο το πικρό ετούτο μοιρολόγι για τις ελπίδες που έσβησαν, σπάραγμα θρήνου: “Ποτέ πια”».
Κι όμως με διασκέδαζε. Την θλίψη της δικής μου ψυχής την ξεγελούσε. Γι’ αυτό αμέσως έσυρα μια πολυθρόνα εκεί μπροστά: μπρος στο πουλί, στην προτομή, στην πόρτα και βυθίστηκα στο μαλακό βελούδο της και πήρα σκέψη σκέψη της φαντασίας την απλωσιά, μήπως και βρω τι σήμαινε δυσοίωνο, σκοτεινό, το αρχαίο Κοράκι που έκρωζε μακάβρια: «Ποτέ πια!»
Στο δίχτυ των συλλογισμών είχα πιαστεί για τα καλά και σώπαινα, κοίταζα το Κοράκι, που πύρωνε τα μάτια του σαν κάρβουνα στο στήθος μου. Κι όλο τραβούσα πιο βαθιά στης μνήμης τον βυθό: βελούδο πορφυρό στο φως το τρυφερό της λάμπας, βελούδο που δεν θ’ άγγιζε τ’ ωραίο πρόσωπό της και φως που δεν θα χάιδευε τα μάγουλά της ποτέ πια!
Και τότε σαν να πύκνωσε ο αέρας που ανάσαινα βαριά, σαν να τον μύρωσε κάποιο αθέατο θυμιατό· βήματα αιθέριων Σεραφείμ θρόισαν στο χαλί. «Δύστυχε», φώναξα, «ο Θεός σε σκέφτεται ακόμη. Έστειλε τους αγγέλους του, σου στέλνει απαντοχή, απαντοχή παυσίλυπη για της Ελεονόρας την απουσία! Πιες, λοιπόν, ξεδίψασε το νηπενθές της λησμονιάς. Την έχασες, κατάλαβέ το, πάει. Και το Κοράκι: «Ποτέ πια!»
«Προφήτη εσύ, σατανικό πλάσμα, όμως προφήτη!» είπα. «Πουλί ή στοιχειό, του Πειρασμού δολοπλοκία ή σκύβαλο αθώο που παρέσυρε του ανέμου η μανία, εσύ που —ό,τι κι αν είσαι— δεν σε τρομάζει η ερημιά, του κόσμου αυτού, το σπίτι αυτό που στοίχειωσε η φρίκη, πες μου, σε ικετεύω, είναι αλήθεια… υπάρχει… το βάλσαμο στην Γαλαάδ, μίλησε, σε παρακαλώ!» Και το Κοράκι: «Ποτέ πια!»
«Προφήτη εσύ, σατανικό πλάσμα, όμως προφήτη!» είπα. «Για χάρη τ’ ουρανού που γέρνει στέγη επάνω μας, για χάρη του Θεού, που προσκυνάμε, μίλησε σε μια ψυχή θαμμένη από την θλίψη, πες μου, στην πόρτα της Παράδεισος με περιμένει η αγκαλιά της πάναγνης παρθένας; Θα μ’ αγκαλιάσει κάποτε η τέλεια, η φωτεινή παρθένα που οι άγγελοι φωνάζουν Ελεονόρα. Και το κοράκι: «Ποτέ πια!»
«Τότε, ας σημάνει η απάντηση αυτή, που λέει μόνο σιωπή, τον αποχωρισμό μας, πουλί ή στοιχειό· τελειώσαμε!» κραύγασα και σηκώθηκα. «Τράβα στην θύελλα που σε σάρωσε ως εδώ, γύρνα στην σκοτεινή μεθόριο του Άδη! Και μην αφήσεις πίσω σου ούτ’ ένα μαύρο πούπουλο το ψέμα της ψυχής σου να θυμίζει! Την μοναξιά μου ατάραχη, θέλω ν’ αφήσεις πια· χάσου από την προτομή! Τράβα το ράμφος που έχωσες βαθιά μες στην καρδιά μου, φύγε από την πόρτα μου!» Και το κοράκι: «Ποτέ πια!»
Δεν σάλεψε, έμεινε εκεί πάνω απ’ την πόρτα, στην ωχρή Παλλάδα, κι έτσι μένει ακόμη, με το βλέμμα του κάτι σατανικό να ονειρεύεται, το φως της λάμπας να ξεχύνει τον ίσκιο του στο πάτωμα: ποτάμι σκοτεινό, και η ψυχή μου έρμαιο να μην μπορεί να βγει απ’ το έρεβός του ποτέ πια.
Edgar Poe, Το Κοράκι, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, εικόνες Édouard Manet, Ερατώ, Αθήνα 2007, σ. 14-17, 19-20 & 22.